Κυριακή 20 Απριλίου 2014

125 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ



    Από μια σύμπτωση γεννήθηκα στο Μπραουνάου Αμ - Ινν. Μια πολίχνη πάνω στα σύνορα των δύο Γερμανιών που η μη συγχώνευσή τους στάθηκε το αιώνιο αίσχος της ζωής μας που πάντα θα μας ακολουθεί. […] Γι’ αυτό η θέση της πόλης που γεννήθηκα μου φάνηκε σαν το σύμβολο ενός μεγάλου καθήκοντος. […]


Τα μαθήματα του σχολείου δεν μου έπαιρναν πολλή ώρα κι έτσι προτιμούσα να γυρίζω στον ήλιο παρά να μένω κλεισμένος. […]
Όταν τώρα, μετά από τόσα χρόνια κάνω τον απολογισμό εκείνης της εποχής, διακρίνω δύο σημαντικά στοιχεία: 1. Έγινα Εθνικιστής. 2. Έμαθα να κατανοώ και να ξεχωρίζω το αληθινό νόημα της ιστορίας.
[…] Δεν ήμουνα μετριοπαθής. […] Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων ήξερα να ξεχωρίζω τον δυναστειακό πατριωτισμό από τον εθνικισμό της ράτσας με μια ξεκάθαρη προτίμηση προς τον τελευταίο.
[…] Ακόμη πιο πολύ ευχαριστώ αυτή την εποχή (εννοεί στη Βιέννη) που μ΄έβγαλε απ’ την ανυπαρξία της εύκολης ζωής, που μ’ αποτράβηξε απ’ την ντελικάτη φωλιά του παραχαϊδεμένου αγοριού, που μου έδωσε έναν καινούργιο σκοπό στη ζωή, ρίχνοντάς με άθελά μου σ’ έναν κόσμο φτώχειας κι αθλιότητας και που μ’ έκανε έτσι να γνωρίσω αυτούς για τους οποίους έπρεπε αργότερα ν’ αγωνισθώ. Ήταν τότε που τα μάτια μου πρωταντίκρισαν τους δύο κινδύνους που ως τότε μόλις γνώριζα τ’ όνομά τους και που διόλου δεν υποπτευόμουν την τρομερή επίδρασή τους πάνω στον γερμανικό λαό: τον μαρξισμό και τον  ιουδαϊσμό. […]
Η αιώνια φύση εκδικείται αμείλικτα όταν προδίδονται οι εντολές της. Να γιατί πιστεύω ότι πρέπει να ενεργούμε σύμφωνα με τη θέληση του Παντοδύναμου Δημιουργού μας, γιατί: Υπερασπίζοντας τον εαυτό μου ενάντια στους Εβραίους, αγωνίζομαι για να υπερασπιστώ το έργο του Κυρίου. […]
Στα χρόνια 1913 και 1914, εξήγησα για πρώτη φορά σε διάφορους κύκλους, που ένα μέρος τους σήμερα αποτελεί τους μυημένους πιστούς του εθνικιστικού κινήματος, ότι μοναδικός σκοπός για το μέλλον του γερμανικού έθνους έπρεπε να είναι η καταστροφή του Μαρξισμού. […]


Προς τα τέλη Σεπτεμβρίου στα 1916, η μονάδα μου έλαβε μέρος στη μάχη της Σομ. Ήταν για ‘μάς η πρώτη σοβαρή από τις τρομακτικές μάχες που ακολούθησαν κι η εντύπωση που μου προκάλεσε ήταν δύσκολο να την περιγράψω ―περισσότερο κόλαση παρά μια μάχη. Κατά τη διάρκεια εβδομάδων ολόκληρων μέσα σ’ ένα καταιγισμό πυρός, το γερμανικό μέτωπο παρέμεινε ακλόνητο, μερικές φορές λύγισε, ύστερα ανακατέλαβε πάλι τις θέσεις του, αλλά ποτέ δεν τσάκισε. Στις 7 Οκτωβρίου τραυματίστηκα. Γύρισα σώος στα μετόπισθεν και πήρα το νοσοκομειακό τραίνο για τη Γερμανία. Δυο χρόνια είχαν περάσει από τότε που άφησα την πατρίδα, ένα χρονικό διάστημα που μου φάνηκε ατέλειωτο κάτω από τέτοιες συνθήκες. Με κόπο τώρα συλλογίζομαι την εντύπωση που μου έκαναν οι Γερμανοί που δεν φορούσαν στολή. […]
Ο Αυτοκράτορας Γουλιέλμος ΙΙ ήταν ο πρώτος ανώτατος άρχοντας της Γερμανίας που είχε τείνει το χέρι για συμφιλίωση στους ηγέτες του Μαρξισμού, χωρίς διόλου ν’ αμφιβάλλει ότι οι άτιμοι δεν είχαν καθόλου τιμή. Ενώ κρατούσαν ακόμα το χέρι του αυτοκράτορα μέσα στο δικό τους, με το άλλο έψαχναν να βρουν το μαχαίρι. Με τους Εβραίους δεν μπορείς ποτέ να συμφιλιώνεσαι, αλλά μονάχα να λες: όλα ή τίποτα!
Όσο για ’μενα, αποφάσισα ν’ ανακατευτώ στην πολιτική. […]
Μετά από δύο ημερών κουραστικές σκέψεις και συλλογισμούς, κατέληξα στην πεποίθηση ότι έπρεπε ν’ αποτολμήσω το βήμα. Υπήρξε η πιο σοβαρή απόφαση της ζωής μου. Δεν μπορούσα και δεν έπρεπε πια να οπισθοχωρήσω. Έτσι γράφτηκα στο Γερμανικό Εργατικό Κόμμα και δέχτηκα τον τίτλο του προσωρινού μέλους με αριθμό μητρώου 7.[…]

Η ημερομηνία της συγκρότησης της πρώτης μεγάλης λαϊκής συνέλευσης του ακόμη αγνώστου κινήματός μας ορίστηκε για τις 24 Φεβρουαρίου του 1920. […] Η συνέλευση άνοιξε στις 7 και 30 λεπτά. Στις 7.15, όταν έμπαινα στην αίθουσα τελετών της Χοφμπρόιχαουζ στην Πλατζ του Μονάχου, νόμισα πως η καρδιά μου θα ’σπαζε από τη χαρά. Η απέραντη αίθουσα ―γιατί μου φαινόταν ακόμη απέραντη― ήταν γεμάτη, περισσότερο από γεμάτη, τα κεφάλια στριμώχνονταν το ’να πλάι στο άλλο, θα ’ταν περισσότερα από 2000 άτομα. Και προπάντων είχαν έρθει εκείνοι ακριβώς που σ’ αυτούς απευθυνόμαστε. Πιο πολύ από το μισό της αίθουσας είχαν καταλάβει οι κομμουνιστές και οι ανεξάρτητοι. Η πρώτη μας μεγάλη εκδήλωση ήταν κατά τη γνώμη τους προορισμένη να τελειώσει πολύ γρήγορα. Αλλά τα πράγματα γρήγορα πήραν άλλο δρόμο. Μόλις ο πρώτος ρήτορας τελείωσε, πήρα τον λόγο. Μερικά λεπτά αργότερα, ακολούθησε ένα χαλάζι διακοπών. Τρομερές συγκρούσεις ξέσπασαν μέσα στην αίθουσα. Οι γροθιές ενός από τους πιο πιστούς μου συντρόφους στον πόλεμο κι άλλων οπαδών μας, έπεσαν πάνω σ’ αυτούς που προσπάθησαν να διαταράξουν την τάξη κι έτσι έφεραν μια κάποια γαλήνη. Μπόρεσα να συνεχίσω τον λόγο μου. Πριν περάσει μισή ώρα, τα χειροκροτήματα κάλυψαν τις κραυγές και τις αποδοκιμασίες. Πέρασα τότε στο πρόγραμμα κι άρχισα να το εξηγώ για πρώτη φορά.
Από τέταρτο σε τέταρτο της ώρας, οι διακοπές καλύπτονταν ολοένα και περισσότερο από τις επιδοκιμασίες. Τέλος, όταν εξήγησα στο πλήθος σημείο προς σημείο τις 25 θέσεις και το παρακάλεσα να βγάλει μόνο του τις κρίσεις του, όλα αυτά τα σημεία έγιναν αποδεκτά μέσα σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού που έφτανε κι υψωνόταν ως την ομοφωνία και πάλι και πάντα ως την ομοφωνία και μόλις και το τελευταίο σημείο έγινε έτσι αποδεκτό, είχα πια μπροστά μου μια κατάμεστη αίθουσα με ανθρώπους ενωμένους σε μια καινούργια θεωρία, σε μια νέα πίστη, σε μια ανανεωμένη θέληση.
Σε τέσσερις ώρες περίπου, η αίθουσα άρχισε ν’ αδειάζει, το πλήθος κινήθηκε προς την πόρτα σαν ένα ποτάμι με τα ήρεμα νερά του κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι σφίγγονταν και συνωθούνταν ο ένας πάνω στον άλλο. Και τότε αισθάνθηκα ότι όλοι αυτοί πήγαιναν να ξεχυθούν μακριά, ανάμεσα στον γερμανικό λαό, να διαδώσουν τις αρχές του κινήματος, που κανείς πια δεν μπορούσε να το καταδικάσει σε λησμονιά.


Μια μεγάλη ανθρακιά είχε ανάψει: στη σκληρή φλόγα της θα σφυρηλατιόταν μια μέρα η ρομφαία που θα ’δινε στον Γερμανό Ζίγκφριντ την ελευθερία, και στο γερμανικό έθνος τη ζωή.
Μπροστά στα μάτια μου έβλεπα κιόλας την αναγέννηση να βαδίζει. Και την ίδια ώρα έβλεπα την ανεξερεύνητη θεά της εκδίκησης να κατευθύνεται με μανία κατά πάνω στους επίορκους της 9ης Νοεμβρίου του 1918.
Η αίθουσα άδειασε αργά.

Το κίνημα ακολουθούσε τον δρόμο του.

Αποσπάσματα από τον πρώτο τόμο του Mein Kampf.

Ristorante Verona