Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Νεκρός ο Αλόις Μπρούνερ;


Alois Brunner 

Η είδηση κυκλοφόρησε σήμερα από το εβραϊκό Κέντρο Σίμον Βίζενταλ και το BBC. «Δεν μπορούμε να το αποδείξουμε με νεκροψία, αλλά είμαστε βέβαιοι ότι ισχύει» ανακοίνωσε το εβραϊκό κέντρο. Εάν ζει σήμερα θα είναι 102 ετών. 

Ο Αλόις Μπρούνερ ( Alois Brunner )  γεννήθηκε στην Αυστρία το 1912. Ήταν γιος του Joseph Brunner και της Ann Kruise. Το 1931, σε ηλικία 19 ετών έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.  Το 1932 έγινε μέλος των Sturmabteilung (SA). Το 1938, μετά την ένταξή του στα SS, διορίστηκε στην  Κεντρική Υπηρεσία για την εβραϊκή μετανάστευση ( Zentralstelle für jüdische Auswanderungστην Αυστρία και έγινε διευθυντής της το 1939. Είχε το αξίωμα του SS- Hauptsturmführer . Ήταν διοικητής του στρατοπέδου Drancy στο Παρίσι. Ο Μπρούνερ διετέλεσε επίσης, επικεφαλής του «Ειδικού Τμήματος της Αστυνομίας Ασφαλείας για τα εβραϊκά ζητήματα Θεσσαλονίκης-Αιγαίου» (Sonderkommado den Sicherheitspolizei fur Judenangelegenheiten Saloniki-Agais) μαζί με τον ομοιόβαθμό του Ντίτερ Βισλιτσένι (Dieter Wisliceny)


Ο Μπρούνερ έφτασε στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 1943 μετά από ειδική εντολή από τον Άιχμαν, να συμμετάσχει στην επιχείρηση σύλληψης κι εκτοπισμού όλων των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Εγκαταστάθηκε σε μία έπαυλη, στην οδό Βελισαρίου 42, λίγο πιο πάνω από τα γραφεία της Ισραηλιτικής Κοινότητας κι από εκεί ξεκίνησε το  έργο του, αυτό του εκτοπισμού των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. 


Από τις πρώτες ημέρες της παρουσίας του εκεί, όλοι οι Εβραίοι υποχρεώθηκαν να φορούν κίτρινα αστέρια και να σημάνουν ως εβραϊκά τα καταστήματά τους. Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν και δύο γκέτο στα οποία μεταφέρθηκαν όλες οι εβραϊκές οικογένειες. Μετά από διαταγή του Άιχμαν στις 10 Μαρτίου 1943, από τις 14 Μαρτίου και έπειτα οργανώνει συρμούς με κλειστά βαγόνια, καθένας από τους οποίους χωρά 2.500-2.800 άτομα, κατευθείαν προς το Άουσβιτς. Όσο ο Μπρούνερ βρισκόταν  στη Θεσσαλονίκη, έφυγαν από αυτή 17 τέτοιοι συρμοί. Έχοντας  στην απόλυτη δικαιοδοσία του αρχεία, συναγωγές, ακόμη και το νεκροταφείο των Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης, καταφέρνει μέσα σε έξι εβδομάδες να διαλύσει μία από τις πλέον μακραίωνες (η κοινότητα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης αριθμούσε περίπου 50.000 άτομα και υπήρχε επί πέντε αιώνες) και δραστήριες εβραϊκές κοινότητες στην Ευρώπη. Ο ίδιος ο Άιχμαν είχε περιγράψει τον Μπρούνερ ως «έναν από τους καλύτερους άντρες του».

Μετά το τέλος του Β΄Ππ θεωρήθηκε ως ''υπεύθυνος για τη μεταφορά 128.000 Εβραίων''. Μεταξύ αυτών ήταν 44.000 Εβραίοι από την Ελλάδα, 47.000 από την Αυστρία, 23.500 από τη Γαλλία και 14.000 από τη Σλοβακία. 

Μετά τον πόλεμο - Η απόδραση στη Συρία 

Σε μια συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Bunte, το 1985, ο Brunner περιέγραψε πώς διέφυγε τη σύλληψη από τους Συμμάχους αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν οι σοβιετικοί καταλαμβάνουν τη Βιέννη εντοπίζουν τον συνεπώνυμό του Άντον Μπρούνερ και τον δολοφονούν. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Αλόις θεωρείται νεκρός, ενώ συγχέεται με τον Άντον Μπρούνερ. Ο Αλόις, όμως, διαφεύγει και  καταφέρνει να βρει εργασία ως οδηγός σε αμερικανική βάση και να πάρει καινούργια ταυτότητα, μετακινούμενος αυτή τη φορά στο Έσσεν, όπου παραμένει μέχρι το 1953.  Την εποχή εκείνη οι γερμανικές αρχές αρχίζουν να ψάχνουν περισσότερο δραστήρια για ''ναζί εγκληματίες πολέμου''. Ο Μπρούνερ, καταφέρνει, το 1954, με ένα ψεύτικο διαβατήριο του Ερυθρού Σταυρού, να διαφύγει πρώτα στη Ρώμη, έπειτα στην Αίγυπτο και στη συνέχεια στη Συρία , όπου πήρε το ψευδώνυμο του Δρ Georg Fischer. 

Το 1960 ένας πρώην πράκτορας του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ αποκαλύπτει σε Γάλλο πράκτορα ότι ο Μπρούνερ ζει στη Δαμασκό. Η Γαλλία, η οποία έχει ήδη από το 1953-54 καταδικάσει τον Μπρούνερ ερήμην σε ειδικό Στρατοδικείο (Tribunaux Permanents des Forces Armées (TPFA)) ζητά την έκδοσή του, αλλά οι Σύροι αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν την πείρα του, τον αφήνουν ελεύθερο και τον προσλαμβάνουν για την αναδιοργάνωση της Συριακής Μυστικής Αστυνομίας.


Οι Ισραηλινοί, έχοντας πληροφορηθεί ότι ο Μπρούνερ ζει,  προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν, αλλά απέτυχαν.  Η Μοσάντ έστειλε το 1961 στη Δαμασκό ένα παγιδευμένο δέμα. Ο Μπρούνερ πηγαίνει στο ταχυδρομείο να το παραλάβει, αλλά αυτό εκρήγνυται και σκοτώνει δύο ταχυδρομικούς υπαλλήλους. Ο "κ. Φίσερ" γλιτώνει τον θάνατο, χάνοντας ένα μάτι. Από μια δεύτερη βόμβα που του έστειλαν το 1980 έχασε τα δάχτυλα του αριστερού χεριού. Το 1968 ζητούν την έκδοσή του τόσο η Αυστρία όσο και το Ισραήλ. Το ίδιο αίτημα υποβάλλει και η Γερμανία το 1984, αλλά καμιάς χώρας το αίτημα δεν ικανοποιείται. Το 1987 η Ιντερπόλ εκδίδει διεθνές ένταλμα σύλληψης, ενώ το 1995 ο Ομοσπονδιακός Εισαγγελέας της Γερμανίας προσφέρει αμοιβή 330.000 δολαρίων σε όποιον δώσει πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψή του. Οι αιτήσεις για σύλληψη ή έκδοση τελικά λαμβάνουν, το 1999, την απάντηση του τότε Σύρου προέδρου Χαφέζ αλ Άσσαντ ότι δεν διαθέτει καμία πληροφορία σχετικά με το αν ο Μπρούνερ είναι ζωντανός ή πού ακριβώς βρίσκεται. Για τη Γαλλία η υπόθεση περνά στο Γαλλικό Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο στις 2 Μαϊου 2001 καταδικάζει το Μπρούνερ ερήμην σε ισόβια κάθειρξη. 

Μέχρι και σήμερα ήταν ο  Νο 1 ''καταζητούμενος Ναζί''. 

Συγκέντρωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην πλατεία Ελευθερίας βάσει γερμανικής διαταγής με σκοπό την καταγραφή τους.

Στη Θεσσαλονίκη, μετά το τέλος του πολέμου, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 96% των μελών της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 46.091 εβραίοι, εστάλησαν στο Άουσβιτς. 1950 από αυτούς επέστρεψαν, πάντως. 

Κατά την καταγραφή τους οι Γερμανοί και Έλληνες συνεργάτες τους προέβησαν σε εξευτελισμό των Εβραίων.

Αρκετοί επιζώντες μετανάστευσαν στο Ισραήλ και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης αριθμεί σήμερα περίπου 1.000 μέλη και διατηρεί τέσσερις συναγωγές.


Στη συνέντευξή του το 1985 στο γερμανικό περιοδικό Bunte, είχε δηλώσει πως «η μόνη του λύπη ήταν ότι δεν εκτέλεσε περισσότερους Εβραίους», ενώ δυο χρόνια μετά σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Sun Times του Σικάγο δήλωσε πως «οι Εβραίοι άξιζαν τον θάνατο, διότι οι Εβραίοι είναι οι εκπρόσωποι του Διαβόλου και ο απόπατος της κοινωνίας. Δεν μετανοώ για τίποτε και ευχαρίστως θα επαναλάμβανα τις πράξεις μου».

Ristorante Verona