Τρίτη 1 Μαΐου 2018

30 Ιανουαρίου 1942 ομιλία Αδόλφου Χίτλερ στο Sportpalast του Βερολίνου - Μέρος Γ



Μέρος Γ

Το προνόμιο των ισχυρών

Oποιοσδήποτε είναι αδύναμος, μπορεί να δρέπει νίκες, αλλά μόνο, οι ισχυροί μπορούν να υπομένουν τα χτυπήματα της μοίρας. Η Θεία Πρόνοια δίνει το τελευταίο και μεγαλύτερο βραβείο μόνο σε εκείνους οι οποίοι είναι σε θέση να υποφέρουν τα χτυπήματα αυτά.

Έλαβα τότε, σε εκείνη τη φάση του κινήματός μου, το πρώτο σοβαρό, ισχυρότατο πλήγμα. Λίγα χρόνια αργότερα, το πλήγμα αυτό τούτο εξουδετερώθηκε. Μόνο εκείνοι που ήταν τότε παραστάτες μου γνωρίζουν τι στοίχισε στην εργασία και την αντοχή των νεύρων. Αλλά έτσι κέρδισα την απόλυτη εμπιστοσύνη προς τον εαυτό μου, ούτως ώστε τίποτε πλέον, ό,τι και αν είναι αυτό, δεν θα μπορέσει να με κλονίσει, τίποτε δε θα μπορέσει να με συνταράξει.

Επομένως, σφάλλει όποιος πιστεύει ότι μπορεί να με φοβίσει ή ακόμη και να με καταπλήξει με κάτι. Έχω ενστερνισθεί τους λόγους ενός μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου: «Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό».

Και το εξωτερικό; Πώς μας συμπεριφέρθηκε τότε; Καθόλου δεν μας έλαβε υπ' όψιν, γιατί ελάμβανε οδηγίες από τους διπλωμάτες του και οι διπλωμάτες κυκλοφορούσαν σε κύκλους στους οποίους εμείς οι Εθνικοσοσιαλιστές δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε, δεν θέλαμε να κυκλοφορήσουμε και, κατ’ εμέ, δεν έπρεπε να κυκλοφορούμε. Οι διπλωμάτες αυτοί έστειλαν στις κυβερνήσεις τους θαυμάσιες εκθέσεις, στις οποίες αποκάλυπταν όλο το παιγνίδι των Δυνάμεων του Ράιχ, παρέβλεψαν όμως τη δύναμη εκείνη, που ήταν προορισμένη μια μέρα να κατακτήσει ολόκληρο το Ράιχ. Αντιμετώπιζαν τη Γερμανία εκείνη την εποχή σαν να μην υπήρχε καθόλου  Εθνικοσοσιαλισμός!

Πώς όμως μεταχειρίστηκαν τη Γερμανία; Τη  Γερμανία τους! Τη δημοκρατική τους Γερμανία! Το τέκνο που γέννησαν κάποτε, το έκτρωμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, του Συντάγματος της Βαϊμάρης και της νομοθεσίας των Βερσαλλιών! Πώς κακομεταχειρίστηκαν το τέκνο αυτό; Το καταδυνάστευσαν και το καταπίεσαν! Αν σήμερα υποκρίνονται ότι στρέφονται εναντίον ημών, των Εθνικοσοσιαλιστών, ή ότι αποκρούουν την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, τους ρωτούμε: Τι δεν έκαναν κατά της δημοκρατικής Γερμανίας;

Εν προκειμένω, υπάρχει απλά μια διαφορά: Εμάς δεν μπορούν καθόλου να μας καταπιέσουν, μπορούσαν όμως να καταπιέζουν τη δημοκρατική Γερμανία!

Ποτέ δεν έδωσα σημασία στις κρίσεις του εξωτερικού για το άτομό μου. Με αφήνουν τελείως αδιάφορο. Αν κάποτε με επαινέσουν οι εχθροί μου, τότε ο γερμανικός λαός μπορεί να με στείλει στον διάβολο. οι κρίσεις τους επομένως ήταν αδιάφορες τόσο για εμάς, όσο και για μένα. Αυτοί όμως κακομεταχειρίστηκαν τη δημοκρατική Γερμανία, τη Γερμανία αυτή που μπήκε έρπουσα στην Κοινωνία των Εθνών, που κλαψούριζε και ζητιάνευε, και ενώ σύναπτε τα δάνεια το ένα μετά το άλλο, τελικά αρκείτο απλώς σε κάποια ψίχουλα, πεταμένα γύρω από το τραπέζι αυτών των καλούμενων ευπόρων, τους εκπροσώπους της Γερμανίας τούς μεταχειρίστηκαν σαν φουκαράδες, που σε αντάλλαγμα είχαν το προνόμιο να παρακάθονται στη Γενεύη. Τους αρνήθηκαν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, τους είχαν κάνει όμως την τιμή να τους αφήνουν να λαμβάνουν πότε πότε μέρος σε κάποια διεθνή διάσκεψη ή και να προεδρεύουν αυτής. Κατά την περίοδο αυτή, κακοποίησαν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του γερμανικού λαού, καθόλου δεν ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτό, αλλά πάντως μπορούσαν να μιλούν για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης άλλων εθνών στο Κοινοβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών της Γενεύης και, ως εκ τούτου, ήταν ευτυχείς και ευχαριστημένοι.


Ο αφοπλισμός
Όταν λένε σήμερα «Αυτή η Γερμανία, αυτή η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, μας ανάγκασε να εξοπλιστούμε», αυτό αποτελεί χονδροειδές ψέμα.

Εκτός του ότι εγώ τους υπέβαλα πολλές φορές προτάσεις αφοπλισμού, την εποχή εκείνη υπήρχε μια Γερμανία που δεν διέθετε κανέναν εξοπλισμό. Γιατί δεν αφοπλίστηκαν τότε και αυτοί επίσης; Μπορούσαν βέβαια να το πράξουν.

Ή μήπως πίστευαν ότι ίσως ο Στρέζεμαν, ή ο Μαρξ, ή οποιοσδήποτε άλλος εκ των κυρίων Βιρτ, Μπάουερ, Έμπερτ, Σάιντεμαν και λοιπών θα κήρυττε τον πόλεμο κατά της οικουμένης; Όχι, δεν μπορούν να προβάλουν τέτοιο επιχείρημα σε κανέναν. Ούτε άλλωστε το πίστεψαν ποτέ και οι ίδιοι. Τότε λοιπόν μπορούσαν να αφοπλισθούν. Δεν το έπραξαν. Απεναντίας, διεξήγαγαν πολέμους. Οι μεν εγκαθιδρύονταν εδώ, οι δε εκεί. Οι Άγγλοι δεν σκοτίστηκαν πια για τους Ευρωπαίους συμμάχους τους. Εξαπάτησαν τους Άραβες, όσον αφορά το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεώς τους. Απέναντι δε των Ινδών, στους οποίους όταν τους χρειάζονταν στον πόλεμο είχαν δώσει υποσχέσεις, παρέβησαν πάλι αργότερα όλα όσα είχαν υποσχεθεί, χωρίς πολλές διατυπώσεις.

Γνώριζαν όμως επακριβώς γιατί η Γερμανία υποχρεούτο να αφοπλιστεί! Γιατί, πόσα κακά δεν προξένησαν σ’ αυτήν τη γερμανική Δημοκρατία! Και πού ήταν τότε, ενώπιον της τεράστιας ανεργίας και της οικονομικής αθλιότητας, η διεθνής οικονομική βοήθεια; Πού βρίσκονταν τότε αυτοί οι παντογνώστες; Όταν σήμερα διαβάζω στην εφημερίδα ότι ο Πρόεδρος Ρούσβελτ δηλώνει πως η Αμερική θα παράσχει στον κόσμο νέο οικονομικό σύστημα, ξέρω ότι το σύστημα αυτό θα είναι νέο βέβαια, αλλά θα είναι άθλιο, επειδή θα είναι το σύστημα με το οποίο αυτός ο ίδιος ο Πρόεδρος Ρούσβελτ χρεωκόπησε ήδη τόσο, ώστε τελικά πίστεψε ότι μόνο μέσω κάποιου πολέμου μπορούσε να σωθεί από τη λαϊκή δικαιοσύνη. Έτσι και ο γερμανικός λαός δεν έλαβε από οικονομικής απόψεως εκείνο για το οποίο του είχαν δώσει κάποτε ελπίδες ότι θα ελάμβανε διά της Συνθήκης των Βερσαλλιών.



Ο αγώνας για την εξουσία

Το αντίθετο συνέβη: Η ανεργία γινόταν ολοένα μεγαλύτερη. Τα έτη από το 1923 ως το 1930 ήταν έτη συνεχών πειραματισμών, διαρκούς οικονομικής κατάπτωσης και απώλειας οικονομικών κυριαρχικών δικαιωμάτων του γερμανικού λαού, αλλά και απώλειας επίσης της οικονομικής του αυτάρκειας. Και όλα αυτά ήταν κανείς υποχρεωμένος, τα χρόνια αυτά, να τα βλέπει, χωρίς να κάνει κάτι.

Εναντίον αυτής της κατάστασης αγωνίστηκα. Αλλά και κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, συμπατριώτες μου, δεχθήκαμε πολλά πλήγματα. Απαγόρευση του κόμματος. Κατόπιν πάλι, επί δύο ολόκληρα χρόνια, δεν είχα γενικώς το δικαίωμα να ομιλήσω δημόσια. Μετά λίγο καιρό διαλύονταν εκ νέου οι τοπικές ομάδες, αργότερα, δε, απαγορευόταν, πάλι, το κίνημα σε όλα τα ομόσπονδα γερμανικά κράτη. Με λίγες λέξεις, ήταν ένας διαρκής αγώνας, με συνεχή πλήγματα.

Επιτέλους ήρθε ο Σεπτέμβριος του 1930 και εισήλθαμε με 106 βουλευτές, πλέον ενός, ήτοι με 107 άνδρες στο Ράιχσταγκ. Θα έπρεπε βέβαια τότε να μας καλέσουν να μετάσχουμε στην κυβέρνηση. Το αντίθετο! Τότε άρχισε η πραγματική καταπίεση, που αυξανόταν αδιάκοπα. Ήταν ένας συνεχής αγώνας εναντίον μας, που τώρα πλέον χρησιμοποιούσε και την τρομοκρατία. Την εποχή εκείνη χάσαμε πολύτιμους συντρόφους, που δολοφονήθηκαν όλοι τους με πανουργία. Περισσότεροι από σαράντα χιλιάδες εθνικοσοσιαλιστές τραυματίστηκαν τα χρόνια αυτά.

Ακολούθησε το έτος 1932. Η πρώτη Προεδρική εκλογή. Μια αποτυχία. Η δεύτερη Προεδρική εκλογή ανέδειξε και πάλι το κόμμα σε όλη του τη μαχητική αξία. Ακολούθησαν εκλογές επί εκλογών, πλήγματα επί πληγμάτων, στον αγώνα αυτόν για την εσωτερική κρατική εξουσία. Ήταν μια πάλη κατά την οποία διακυβεύθηκαν τα πάντα. Τη χρονιά αυτή και πάλι πολλοί έχασαν τη ζωή τους. Πάρα πολλοί σύντροφοι του κόμματος οδηγήθηκαν στις φυλακές.

Και μετά, ήρθε ο Ιούλιος του 1932 με μια πελώρια νίκη. Και τότε κραύγαζαν όλοι: «Τώρα ήρθε η ώρα για την ανάληψη της εξουσίας!». Αλλά η ώρα παρήλθε και πάλι, διότι έπρεπε και πάλι να παρέλθει. Ακολούθησε και άλλο πλήγμα, έπειτα μια τελειωτική μάχη και τέλος η ημέρα, την ανάμνηση της οποίας γιορτάζουμε σήμερα.

Λοιπόν, συμπατριώτες μου, εξέθεσα εδώ όλα αυτά με μεγάλη συντομία, για να σας δείξω κυρίως ένα μόνο πράγμα:

Η νίκη, την οποία γιορτάζουμε εδώ σήμερα, δεν έπεσε στα χέρια μας σαν ένα εύκολο δώρο, αλλά είναι συνδεδεμένη με μόχθους, με θυσίες, με στερήσεις, με αδιάλειπτη εργασία και με ατυχίες.

Και αν την 25η Ιανουαρίου του 1933 ρωτούσατε οποιονδήποτε «πιστεύετε ότι ο άνθρωπος αυτός –με τον χαρακτηρισμό αυτόν τότε εννοούσαν μόνο εμένα– θα ανέλθει στην εξουσία;», θα σας διαβεβαίωνε όχι μόνο την 25η αλλά και την 28η  ακόμη: «Ουδέποτε!» Αλλά και, όταν πλέον την 30ή ανήλθα στην εξουσία, κάποιος σοφός είπε: «Μόνο για έξι εβδομάδες». Και όμως, έχουν παρέλθει μέχρι σήμερα εννέα έτη.

Και τώρα, συμπατριώτες μου, οφείλω να σας υπενθυμίσω και κάτι άλλο. Σας ανέφερα την κατάσταση που βρήκα όταν κατά το 1919-1920 ίδρυσα το κόμμα. Σας περιέγραψα την κατάσταση που επικρατούσε μετά την πρώτη, τη μεγάλη μου κατάρρευση. Οφείλω όμως να σας επαναφέρω για λίγο στην μνήμη αυτό που ανέλαβα εκείνη την 30ή Ιανουαρίου: Μια άθλια κληρονομιά.

Ήταν μια κληρονομιά, την οποία κανένας δεν ήθελε να αποδεχθεί. Τα πάντα κείτονταν σε ερείπια, η οικονομία είχε καταρρεύσει, επτά εκατομμύρια ανέργων, των οποίων ο αριθμός μεγάλωνε από εβδομάδα σε εβδομάδα, επτά εκατομμύρια ημιανέργων, τα δημόσια οικονομικά του Ράιχ με ένα γιγαντιαίο έλλειμμα τριών περίπου δισεκατομμυρίων, τα δημόσια οικονομικά των γερμανικών κρατών με τεράστια χρέη, οι Κοινότητες βεβαρυμένες επίσης με χρέη, η αγροτική τάξη στο χείλος της πλήρους καταστροφής, αντιμέτωπη με τον κίνδυνο του πλειστηριασμού των αγροτικών κτημάτων, το εμπόριο να παραπαίει, οι συγκοινωνίες σταματημένες, η ναυσιπλοΐα μας ανύπαρκτη. Η Γερμανία φαίνονταν νεκρή. Αυτήν την κατάσταση παρέλαβα τότε. Δεν ήταν λαμπρή η κληρονομιά. Θεώρησα όμως τιμή μου να παραλάβω  κάτι, όχι τη στιγμή κατά την οποία ήταν ανθηρό, αλλά τη στιγμή που οι άλλοι έλεγαν: «Τα πάντα έχουν χαθεί, κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει».

Τόλμησα τότε, παρ’ όλο ότι καθόλου δεν αμφέβαλλα ότι σε περίπτωση αποτυχίας της προσπάθειάς μου, θα δοκίμαζα πιθανώς τον θάνατο διά λιθοβολισμού. Θα με φόνευαν και θα έλεγαν: «Αυτή ήταν η τιμωρία που του άρμοζε». Εγώ όμως τόλμησα, και κερδίσαμε. Μέσα σε λίγα χρόνια λύσαμε όλα αυτά τα προβλήματα. 

Το 1933-34 αποκατέστησα κατ’ αρχάς την τάξη στο εσωτερικό της χώρας. Τα κόμματα με όλες τους τις παρανομίες παραμερίσθηκαν αμέσως. Με την ίδρυση του Μετώπου Εργασίας, υπό τη διεύθυνση του συντρόφου του κόμματος Λάι, απέκτησα τις προϋποθέσεις, οι οποίες κατέστησαν τελικά δυνατή την λογική αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων, χωρίς να ενοχληθώ από τις δύο παρατάξεις. Δηλαδή από εκείνη που διαρκώς έλεγε «απολύω» και από την άλλη που δήλωνε «απεργώ». Έπασχαν και τα δύο μέρη.

Άρχισα να σταθεροποιώ το γερμανικό νόμισμα και μάλιστα με αδίστακτη πίεση εκ των άνω. Δεν περιορίσθηκα όμως στη σταθεροποίηση μέσω της κυβερνητικής μου πίεσης, αλλά έθεσα συγχρόνως πίσω από το γερμανικό μάρκο την γερμανική παραγωγή. Όλα αυτά φαίνονται σήμερα εύκολα. Τότε όμως δεν ήταν έτσι. Γιατί, αν αυτό ήταν τόσο εύκολο, γιατί δεν το έκαναν και οι αντίπαλοί μου;

Συγχρόνως άρχισα να παραμερίζω όλα τα ξένα προς τη φυλή μας στοιχεία που βρίσκονταν στη Γερμανία, κυρίως τους «διεθνείς συμπατριώτες» μας. Κατά την ίδια όμως εποχή άρχισα να ενσωματώνω οριστικά εντός του Ράιχ και τα διάφορα γερμανικά κρατίδια. Στην αρχή του 1934, είχα αποπερατώσει τις ουσιώδεις προϋποθέσεις στο εσωτερικό, ώστε να φέρω πλέον τον γερμανικό λαό στην απόλαυση της εργασίας του. Αντί των πολυάριθμων κρατιδίων και κοινοβουλίων, υπήρχε μόνο ένα κυρίαρχο Ράιχ. Αντί του πλήθους των οικονομικών οργανώσεων, συγχώνευση όλων σε μία.

Φυσικά ο καθένας του οποίου απειλούνταν τα συμφέροντα αρχικά εκτρεπόταν σε ύβρεις. Ένα όμως πράγμα δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανένας, είτε ανήκει στη δεξιά είτε στην αριστερά: Στο τέλος όλοι ήταν καλύτερα απ’ ό,τι πριν. Και, αν κάποιος σε δεδομένη στιγμή υποχρεώθηκε ίσως να χάσει κάτι, το επανέκτησε όμως, το επανέκτησε διά της λογικής, η οποία αποτελεί τώρα τη βάση όλων των πράξεων και διά της αντιλήψεως του τι είναι αναγκαίο.



Ο αγώνας για την εξωτερική ελευθερία
Το 1935 άρχισε ο αγώνας για την εξωτερική ελευθερία. Όλα αυτά τα γνωρίζετε: Εισαγωγή της υποχρεωτικής θητείας, 1936, παραμερισμός των φορτικών εκείνων δεσμών της Συνθήκης των Βερσαλλιών που αφορούσαν τη Ρηνανία, και συνεπώς πλήρης αποκατάσταση της κυριαρχίας του Ράιχ, 1937 και 1938 συμπλήρωση του εξοπλισμού μας, αφού, όμως, προηγουμένως είχα κάνει πολλές προσφορές αφοπλισμού στους άλλους, για να αποφύγουμε τον εξοπλισμό αυτόν. Διότι ένα πράγμα, συμπατριώτες μου, οφείλετε να ομολογήσετε. Οπουδήποτε και αν βρεθείτε, θα δείτε παντού σήμερα έργα ειρήνης, το οποία, λόγω του πολέμου, δεν μπορέσαμε να συνεχίσουμε. Παντού βλέπετε συνοικισμούς, σχολεία, έργα των οποίων τη συνέχεια εμπόδισε ο πόλεμος και μόνο.

Πριν εισέλθω στον πόλεμο, είχα αρχίσει, ή είχα εν μέρει φέρει σε πέρας, ένα τεράστιο πρόγραμμα πολιτιστικής, οικονομικής και κοινωνικής εργασίας. Παντού γεννιούνταν  νέες ιδέες, παντού καταρτίζονταν νέα σχέδια από μένα και τους συνεργάτες μου. Εάν αντιθέτως ρίξω ένα βλέμμα στους αντιπάλους μου, τι τάχα δημιούργησαν; Μπορούσαν εύκολα να εξωθούν σε πόλεμο, γιατί δεν είχαν να επιδείξουν έργα ειρήνης. Δεν πρόσφεραν τίποτα που θα μιλούσε γι’ αυτούς. Αυτός ο φλύαρος και μέθυσος Τσώρτσιλ, τι δημιούργησε πράγματι σε διαρκείς αξίες, αυτό το υποκείμενο, αυτός ο ψεύτης, αυτός ο κηφήνας πρώτης γραμμής; Εάν δεν έρχονταν ο πόλεμος αυτός, επί αιώνες θα μιλούσαν για την εποχή μας, για όλους εμάς και εμένα ως δημιουργούς μεγάλων ειρηνικών έργων. Αλλά αν ο μίστερ Τσώρτσιλ δεν κατόρθωνε να εξαπολύσει τον πόλεμο αυτό, ποιος θα μιλούσε για εκείνον; Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα επιζήσει βέβαια το όνομά του, ως του καταστροφέα μιας Αυτοκρατορίας, της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, την οποία όχι εμείς, αλλά αυτός κατέστρεψε. Μια από τις πιο οικτρές μορφές Ηρόστρατου της παγκόσμιας ιστορίας, ανίκανος να δημιουργήσει ή να προσφέρει κάτι θετικό, να επιτελέσει μια δημιουργική πράξη –ικανός μόνο να καταστρέφει. Για τον συνεργό του στον Λευκό Οίκο δεν επιθυμώ καθόλου να μιλήσω, γιατί αυτός είναι ένας ταλαίπωρος παράφρων.



Το μίσος των πλουτοκρατών

Όσο περισσότερο εργαζόμασταν, όσο μεγαλύτερη τάξη εγκαθιδρύαμε στη Γερμανία, τόσο αυξανόταν το μίσος. Διότι τώρα προστέθηκε και το στενοκέφαλο μίσος κοινωνικών στρωμάτων της αλλοδαπής, το οφειλόμενο στον φόβο μήπως το κοινωνικό γερμανικό πρότυπο καθιερωνόταν και εκεί υπό ορισμένες συνθήκες. Πολλές φορές άκουσα αλλοδαπούς να μου λένε οι ίδιοι: «Για εμάς όμως αυτές οι εθνικοσοσιαλιστικές σκέψεις δεν είναι εφαρμόσιμες». Τους έδινα την εξής απάντηση: «Αλλά εγώ δεν έχω τέτοια αξίωση. Δεν είμαι εντεταλμένος να μεριμνώ για την ευημερία των άλλων λαών. Είμαι υπεύθυνος μόνο για τον λαό μου. Δεν θα προσθέσω στις άγρυπνες νύχτες και άλλες τέτοιες για χάρη των αλλοδαπών». 

Και όμως, αυτοί έλεγαν: «Ναι, φυσικά, αλλά το παράδειγμα, το παράδειγμα αυτό ακριβώς καταστρέφει τα χρηστά ήθη», δηλαδή στην περίπτωση αυτή ή τις κακές συνήθειες ή τις κακίες... Έλεγαν «Εσείς ταξιδεύετε με τα πλοία της οργανώσεως Δύναμις Διά Της Χαράς. Δεν μπορούμε να σας επιτρέψουμε να αποβιβαστείτε στη χώρα μας. Αυτό θα ήταν καταστρεπτικό παράδειγμα για τους εργάτες μας».  Αλλά γιατί αυτό θα αποτελούσε κακό παράδειγμα για τους εργάτες; Εγώ δεν το αντιλαμβάνομαι. Ο Γερμανός εργάτης εργάστηκε όσο ποτέ άλλοτε. Γιατί δεν πρέπει και αυτός να αναπαυθεί; Δεν είναι πράγματι αστείο αυτό που λέει ο Ρούσβελτ σήμερα; «Έχουμε καταρτίσει παγκόσμιο πρόγραμμα και το πρόγραμμα αυτό θα δώσει στους ανθρώπους την ελευθερία και το δικαίωμα της εργασίας». Κύριε Ρούσβελτ, πρέπει να ανοίξετε  καλά τα μάτια σας. Εμείς στη Γερμανία τα έχουμε ανοίξει προ πολλού... Ή όταν λέει: «Πρέπει να φροντίσουμε για τους ασθενείς». Μην αναμιγνύεστε στους κήπους του προγράμματος του κόμματός μας. Αυτά είναι, κύριέ μου, εθνικοσοσιαλιστικά, δεν είναι δικά σας δόγματα. Αυτά αποτελούν αίρεση για έναν δημοκράτη.

Ή όταν ο Ρούσβελτ λέει: «Θέλουμε οι εργάτες να λαμβάνουν κι αυτοί κανονική άδεια». Το θέλουν πολύ αργά, εμείς το εφαρμόσαμε ήδη στην πραγματικότητα. Και θα προχωρούσαμε ακόμη περισσότερο, εάν δεν επενέβαινε ο Ρούσβελτ. Ή όταν λέει: «Θέλουμε να εξυψώσουμε τη στάθμη της ευημερίας, ακόμη και για τη μεγάλη μάζα των εργατών». Αυτά είναι ζητήματα περιλαμβανόμενα στο εφαρμοσμένο πρόγραμμά μας. Ο Ρούσβελτ ίσως θα μπορούσε να τα πραγματοποιήσει, αν δεν άρχιζε τον πόλεμο. Γιατί και εμείς τα κάναμε πριν τον πόλεμο.

Όχι! Αυτές οι καπιταλιστικές ύαινες δεν σκέπτονται να πράξουν κάτι τέτοιο. Διαβλέπουν σε εμάς μόνο το επικίνδυνο πρότυπο και, για να δελεάσουν τους λαούς τους, στρέφονται στο πρόγραμμα του κόμματός μας, για να ψαρέψουν μερικές φράσεις, αυτά τα ανίκανα ανθρωπάρια. Αλλά και αυτό ακόμη το κάνουν αδέξια.

Είχαμε έναν ολόκληρο κόσμο συσπειρωμένο εναντίον μας. Φυσικά, όχι μόνο στη δεξιά, αλλά και στην αριστερά πτέρυγα. Γιατί οι αριστεροί φοβούνταν την επιτυχία του πειράματος. «Αν αυτός, ο Φύρερ, το  πετύχει πράγματι, εάν άρει τη στενότητα στέγασης, αν εισαγάγει εκπαιδευτικό σύστημα βάσει του οποίου ένας ιδιοφυής νέος, αδιάφορα του ποιοι είναι οι γονείς του, θα μπορεί να καταλάβει οποιαδήποτε θέση, αν το κατορθώσει, αν πετύχει να δημιουργήσει από έναν γεωργό ένα “ράιχστατχάλτερ”, αν πράγματι εισαγάγει σύστημα περιθάλψεως του γήρατος για ολόκληρο τον λαό, αν πράγματι εξασφαλίσει για όλο τον λαό κανονικές άδειες και κατασκευάσει πλοία γι’ αυτόν τον σκοπό και οδηγήσει τους εργάτες σε ένα τακτικό και εξασφαλισμένο επίπεδο ζωής, εμείς τι θα κάνουμε; Εμείς ζούμε ακριβώς επειδή όλα αυτά δεν υφίστανται. Γι’ αυτό και μόνο ζούμε, άρα πρέπει να καταπολεμήσουμε τον Εθνικοσοσιαλισμό».



Ο Τσώρτσιλ θέλησε τον πόλεμό του

Αλλά οι συνάδελφοί μας στη Ρωσία μπόρεσαν να δουν καλύτερα από οποιονδήποτε τι δημιούργησαν οι άλλοι. Βρισκόμαστε ήδη εννέα χρόνια στην εξουσία. Ο μπολσεβικισμός υφίσταται από το έτος 1917, δηλαδή συμπληρώνει εντός ολίγου το 25ό έτος αναρριχήσεώς του στην Αρχή. Ο καθένας μπορεί να καταλήξει σε συμπεράσματα, αν αντιπαραβάλει την μπολσεβικική Ρωσία με τη Γερμανία.


Τι δεν κατορθώσαμε εμείς σε αυτά τα εννέα έτη; Ποια είναι η εμφάνιση του γερμανικού λαού και τι δημιούργησαν στη Ρωσία; Για τα καπιταλιστικά κράτη δεν θέλω διόλου να μιλήσω. Τα κράτη αυτά δεν σκοτίζονται για τους ανέργους τους, γιατί ο εκατομμυριούχος Αμερικανός δεν επισκέπτεται τις περιοχές που ζουν αυτοί. Και ο άνεργος Αμερικανός δεν επισκέπτεται τις περιοχές των εκατομμυριούχων. Διοργανώνονται βέβαια διαδηλώσεις πείνας προς την Ουάσιγκτον και τον Λευκό Οίκο, οι οποίες όμως συνήθως διαλύονται καθ’ οδόν από τα αστυνομικά όργανα με κλομπ και δακρυγόνα. Τέτοιου είδους σκηνές δεν συμβαίνουν στην αυταρχική Γερμανία… Εμείς λύνουμε τα προβλήματά μας χωρίς τέτοια πράγματα, χωρίς κλομπ και δακρυγόνα.


Με άλλες λέξεις: Είχαμε πάντοτε εναντίον μας έναν συσπειρωμένο κόσμο αντιπάλων και, είναι αυτονόητο, ότι τούτο έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις όταν αναλάβαμε την αρχή. Προσπάθησα να ασκήσω ορισμένη εξωτερική πολιτική. Τη γνωρίζετε από την εποχή του αγώνα μας. Θέλησα να συνάψω σχέσεις με τρεις χώρες: την Αγγλία, την Ιταλία και την Ιαπωνία.


Κάθε προσπάθεια συνεννόησης με την Αγγλία ήταν τελείως άσκοπη. Εκεί βρίσκονται άνθρωποι οι οποίοι φαίνεται ότι δεν είναι δυνατόν να εγκαταλείψουν τις προκαταλήψεις τους, την παράφρονα ιδεολογία τους και το πείσμα τους. Διέβλεπαν έναν εχθρό στη Γερμανία. Το ότι ο κόσμος έχει ουσιαστικά μεταβληθεί από την εποχή της μεγάλης τους βασίλισσας Βικτωρίας, δεν το αντιλαμβάνονται διόλου αυτοί οι άνθρωποι. Δεν είχαν σαφή συνείδηση ότι η Γερμανία δεν απειλούσε την Αυτοκρατορία τους, αλλά ότι η Αυτοκρατορία αυτή θα μπορούσε να διατηρηθεί μόνο αν η Αγγλία σύναπτε σχέσεις με την Ευρώπη. Απεναντίας, αγωνίζονταν κατά της Ευρώπης σε κάθε ευκαιρία και επικεφαλής του αγώνα αυτού ήταν κυρίως ο άνθρωπος εκείνος τον οποίο ήδη ανέφερα: ο Τσώρτσιλ.


Κάθε απόπειρα να μεταδώσουμε στον άνθρωπο αυτό έστω και μόνο τη σκέψη μιας συνεννόησης ναυαγούσε στην πλήρους πείσματος φράση του: «Θέλω πόλεμο». Με αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούσε κανείς να μιλήσει. Γύρω του βρισκόταν η κλίκα Νταφ Κούπερ κ.λπ. Είναι πράγματι λυπηρό ν' αναφέρει κανείς τα ονόματά τους. Είναι μεγάλα μηδενικά. Αλλά δεν πειράζει. Αυτοί είναι σαν αυγά που δεν σπάζουν. Εκεί όπου πέσουν μένουν ακέραια. Και μπορεί κανείς να τα πετά οπουδήποτε, όσο συχνά θέλει. Έμειναν πάρα πολύ καιρό στον ασβέστη, ναι, επί ολόκληρους αιώνες. Αυτοί είναι –περί των εβραίων δεν θέλω να μιλήσω σχετικά– οι παλαιοί άσπονδοι αντίπαλοί μας. Φοβήθηκαν μήπως παρεμβάλουμε στα σχέδιά τους εμπόδια, φοβήθηκαν ακόμη και γι’  αυτή τη ζωή τους. Μας μισούν ακριβώς τόσο όσο και εμείς αναγκαζόμαστε γι' αυτό να τους μισήσουμε. Και έχουμε σαφή αντίληψη του ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να λήξει, παρά μόνο ή διά της πλήρους εξοντώσεως των γερμανικών φυλών ή διά της εξοστρακίσεως του εβραϊσμού από την Ευρώπη.


Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, ανέφερα ενώπιον του  Γερμανικού Ράιχσταγκ –αποφεύγω τις πρόωρες προφητείες– ότι ο πόλεμος αυτός δεν θα τελειώσει όπως τον φαντάζονται οι εβραίοι. Δε θα εξολοθρευθούν  οι Άριοι λαοί της Ευρώπης. Ο πόλεμος αυτός θα είναι η εκμηδένιση του εβραϊσμού. Για πρώτη φορά δεν θα χύσουν άλλοι λαοί όλο το αίμα τους. Για πρώτη φορά θα εφαρμοστεί ο παλαιός εβραϊκός νόμος «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος!». Και όσο επεκτείνεται ο πόλεμος αυτός –ας το έχει αυτό υπ’ όψιν του ο διεθνής εβραϊσμός– τόσο θα επεκτείνεται και ο αντισημιτισμός. Αυτός θα βρίσκει τροφή μέσα σε κάθε στρατόπεδο αιχμαλώτων, σε κάθε οικογένεια στην οποία θα εξηγηθούν οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους προσέφερε τη θυσία της. Και θα έλθει η στιγμή κατά την οποία ο μεγαλύτερος εχθρός της ανθρωπότητας όλων των αιώνων θα έχει χάσει το παιχνίδι του για τουλάχιστον μια χιλιετία. 


Προς μεγάλη μου λύπη κάθε απόπειρα συνεννοήσεως  με την Αγγλία υπήρξε μάταιη. Και τι δεν έκανα! Πόσες φορές δε θέλησα να της δώσω το χέρι, τι δεν τους προσέφερα! 


Θεώρησα τον εαυτό μου τόσο ευτυχέστερο, όταν μπόρεσα να επιτύχω με το δεύτερο κράτος τη συνεννόηση, την οποία και άλλοτε επιδιώξαμε. Τούτο δεν είναι θαύμα. Θαύμα σχεδόν θα ήταν αν είχαν έλθει  τα πράγματα διαφορετικά. Ούτε είναι άλλωστε  σύμπτωση το ότι σε διάστημα εκατό ετών υφίσταται ένας λαός την ίδια σχεδόν τύχη με έναν άλλο –το είπα και σήμερα σε μια αντιπροσωπεία. Η Γερμανία και η Ιταλία: και οι δύο οι χώρες αυτές αγωνίστηκαν τον περασμένο αιώνα για την κρατική τους αναγέννηση και για την ενότητά τους και τότε, για πρώτη φορά, τα δύο αυτά κράτη είχαν ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, στενά συνδεδεμένα. Κατόπιν χώρισαν πάλι και δεν μπορούσαν να βρουν πλέον την ευτυχία τους.


Δύο λαοί — μία τύχη

Και στα δύο κράτη, και σχεδόν κατά τον ίδιο χρόνο, λαμβάνει χώρα μια επανάσταση, της οποίας οι ιδέες ήταν τόσο όμοιες όσο είναι δυνατόν να νοηθεί σε δύο διαφορετικούς λαούς. Και οι δύο επαναστάσεις ακολούθησαν σχεδόν την ίδια πορεία. Παντού μεγάλα εμπόδια, στο τέλος όμως η νίκη.


Το πρόγραμμα και των δύο ήταν η κοινωνική και εθνική αναγέννηση. Και οι δύο επαναστάσεις εκτελούν με πεποίθηση το πρόγραμμα αυτό. Αμφότερες προκαλούν το μίσος του γύρω τους κόσμου. Αμφότερες οι επαναστάσεις αντιπροσωπεύουν λαούς, οι οποίοι παρ’ όλη την επιμέλειά τους δεν μπορούν να βρουν επί του δικού τους εδάφους το καθημερινό τους ψωμί.  Αμφότεροι οι λαοί βρέθηκαν μια μέρα, παρά τη θέλησή τους, έναντι των ίδιων εχθρών, του ίδιου διεθνούς συνασπισμού.


Τούτο άρχισε ήδη από το 1935, όταν η Αγγλία στράφηκε αιφνίδια εναντίον της Ιταλίας, χωρίς καμία αφορμή. Η Ιταλία δεν αφαίρεσε τίποτα από την Αγγλία. Απλώς η Αγγλία δεν επιθυμούσε να αποκτήσει η Ιταλία ελευθερία για τη ζωή της. Ακριβώς όπως και με εμάς, που η Αγγλία επίσης δεν επιθυμεί να αποκτήσει η Γερμανία την ελευθερία στη ζωή της. Τι πήραμε από την Αγγλία; Τι ήταν δυνατόν να πάρουμε από την Αγγλία, τι από τη Γαλλία ή ακόμη και από την Αμερική; Τίποτε απολύτως! Πόσο συχνά προσφέραμε σ’ αυτούς την ειρήνη... Επιτέλους, τι έπρεπε ακόμη να τους προσφέρω; Υπήρχαν άνδρες, οι οποίοι έλεγαν απλά, όπως ο Τσώρτσιλ: «Θέλω τον πόλεμο!». Και μαζί με αυτούς, μια συγκεκριμένη κλίκα και, πίσω από αυτά τα δωροδοκούμενα και μέθυσα υποκείμενα, η χρηματοδοτούσα δύναμη του διεθνούς εβραϊσμού, και από την άλλη πλευρά, ένας παλαιός τέκτονας, που πίστευε ότι μόνο με έναν πόλεμο θα μπορούσε ίσως να εξυγιάνει ακόμη μια φορά τη χρεωκοπημένη οικονομία του ή να κερδίσει χρόνο.

Έτσι, αμφότερα τα κράτη ίστανται πάλι έναντι των ίδιων εχθρών και οι αφορμές είναι απολύτως οι ίδιες. Και είναι αναγκασμένα να πολεμούν μαζί, να  διεξάγουν τον ίδιο αγώνα, ενωμένα στη ζωή και στον θάνατο.

Και κατόπιν, προστίθεται και κάτι άλλο, ως τέταρτο. Και στις δύο περιπτώσεις, άνδρες, δύο άνδρες, οι οποίοι προήλθαν από τον λαό. Άνδρες που άναψαν τις φλόγες των επαναστάσεων και ανύψωσαν τα κράτη.

Τις τελευταίες εβδομάδες διάβασα, στις λίγες ελεύθερες ώρες που διαθέτω, πάρα πολλά περί της ιταλικής φασιστικής επαναστάσεως και μου φάνηκε τότε σαν να είχα μπροστά μου την ιστορία του δικού μου κόμματος. Τόσο ήταν όμοια, τόσο παρεμφερής. Η ίδια πάλη, οι ίδιοι εχθροί, οι ίδιοι αντίπαλοι, τα ίδια επιχειρήματα... πραγματικά ήταν θαύμα! Και ήδη αγωνιζόμαστε και επί των ίδιων θεάτρων του πολέμου, Γερμανοί στην Αφρική, Ιταλοί στην Ανατολή. Αγωνιζόμαστε από κοινού και ας μην απατάται κανείς: ο αγώνας αυτός θα συνεχιστεί μέχρι της κοινής νίκης!

Και τώρα προσήλθε τέλος σε εμάς και το τρίτο κράτος, με το οποίο ήθελα ήδη από πολλά χρόνια να έχω καλές σχέσεις. Γνωρίζετε γι’ αυτή τη χώρα από το βιβλίο μου «Ο Αγών Μου»: Η Ιαπωνία!

Η συμμαχία των φουκαράδων

Με τέτοιο τρόπο βρίσκονται ενωμένοι οι τρεις μεγάλοι φουκαράδες και θα δούμε λοιπόν ποιοι θα είναι οι ισχυρότεροι στον αγώνα τούτο: Εκείνοι που δεν έχουν να χάσουν τίποτα και να κερδίσουν τα πάντα ή εκείνοι οι οποίοι έχουν να χάσουν τα πάντα και δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα; Γιατί τι θέλει να κερδίσει η Αγγλία; Τί θέλει να κερδίσει η Αμερική; Τί θέλουν όλοι αυτοί να κερδίσουν; Έχουν ήδη τόσα πολλά, ώστε αυτά που έχουν δεν γνωρίζουν τι να τα κάνουν. Πρέπει να διατρέφουν λίγους μόνο ανθρώπους επί ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου, δεν έχουν όλες εκείνες τις φροντίδες από τις οποίες εμείς υποφέρουμε. Μία και μόνη κακή συγκομιδή σημαίνει για εμάς εθνικό δυστύχημα, ενώ γι’ αυτούς ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται στη διάθεσή τους. Κατά τη διάρκειά ολόκληρων δεκαετιών, μας λεηλάτησαν, μας εκμεταλλεύτηκαν, μας καταπίεσαν και, παρ’ όλ’ αυτά, δεν κατάφεραν να απομακρύνουν την οικονομική δυστυχία τους. Έχουν πρώτες ύλες περισσότερες από όσες έχουν ανάγκη και δεν κατορθώνουν να βρουν μια λογική λύση για τα προβλήματά τους.

Θα δούμε λοιπόν σε ποιον η Θεία Πρόνοια θα δώσει κατά τον αγώνα αυτόν τη νίκη. Σε εκείνον που έχει τα πάντα και θέλει να αποσπάσει από εκείνον που δεν έχει σχεδόν τίποτα ό,τι του απομένει ή σε εκείνον που υπερασπίζει ως δικό του αυτό που είναι δικό του και που είναι και το τελευταίο του.


Υπό την ηγεσία μου
Και όταν ένας Βρετανός αρχιεπίσκοπος παρακαλεί τον Θεό να εξαπολύσει υπεράνω της Γερμανίας και της Ευρώπης, ως τιμωρία, τον μπολσεβικισμό, τότε δεν μπορώ παρά να πω ότι στη Γερμανία δεν πρόκειται να έλθει! Κατά πόσον όμως δεν πρόκειται να φτάσει στην Αγγλία, τούτο είναι άλλο ζήτημα. Τότε ο γέρος αυτός αμαρτωλός και ιερόσυλος μπορεί να δοκιμάσει κατά πόσον θα μπορέσει να αποσοβήσει τον κίνδυνο τούτο με τις προσευχές του.

Ποτέ δεν βλάψαμε την Αγγλία, τη Γαλλία και την Αμερική. Παρ’ όλα αυτά ακολούθησε κατά το έτος 1939 η κήρυξη του πολέμου. Και τώρα επεκτάθηκε περισσότερο.

Τώρα πρέπει να με καταλάβετε καλά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ολόκληρη τη δράση μου. Διατύπωσα κάποτε μια φράση, την οποία καθόλου δεν κατανόησαν στο εξωτερικό. Είπα: «Εάν ο πόλεμος είναι πλέον αναπόφευκτος, τότε προτιμώ να τον διευθύνω εγώ, όχι διότι διψώ για τη δόξα αυτή –το αντίθετο. Παραιτούμαι ευχαρίστως οποιασδήποτε δόξας, διότι στα μάτια μου αυτή δεν είναι καθόλου δόξα». Η υπερηφάνειά μου, αν η Θεία Πρόνοια με διατηρήσει στη ζωή, θα είναι τα μεγάλα ειρηνικά έργα, τα οποία έχω σκοπό να εκτελέσω ακόμη. Αλλά, επειδή πιστεύω ότι, εφ’ όσον έτσι αποφάσισε η Θεία Πρόνοια, ο αγώνας αυτός πρέπει να διεξαχθεί σύμφωνα με τις ανεξερεύνητες βουλές της, δεν μπορώ παρά να την παρακαλέσω να μου εμπιστευθεί το βάρος του αγώνα αυτού, να το φορτώσει στους ώμους μου. Θέλω να το σηκώσω και δεν θα φοβηθώ να αναλάβω οποιαδήποτε ευθύνη. Θέλω κάθε στιγμή, κατά την οποία θα γεννάται ένα χρέος, μια ανάγκη, να την αναλαμβάνω. Θέλω να φέρω κάθε ευθύνη, όπως ως τώρα την έφερα.

Στον λαό μου διατηρώ το μεγαλύτερο κύρος. Με γνωρίζει, γνωρίζει τα σχέδια που είχα καταρτίσει κατά τα προ του πολέμου έτη. Παντού βρίσκονται οι μάρτυρες της απαρχής της εργασίας μας και, εν μέρει, τα τεκμήρια της συμπληρώσεώς της.

Ουδέποτε πλέον ένα 1918
Πιστεύω ότι ο λαός αυτός μου έχει εμπιστοσύνη. Είναι τόσο ευτυχής γνωρίζοντάς το αυτό! Ο γερμανικός λαός όμως μπορεί να είναι βέβαιος για ένα πράγμα: όσο ζω δεν θα συμβεί ένα δεύτερο 1918. Διότι ποτέ δεν θα υποστείλω τη σημαία!


Είμαι ευτυχής, γιατί στους στρατιώτες μας προσχώρησαν τόσο πολλοί σύμμαχοι: στον νότο η Ιταλία, στον απώτατο βορρά η Φινλανδία και, μεταξύ αυτών, όλα τα άλλα έθνη, τα οποία στέλνουν επίσης τα τέκνα τους στην ανατολή, αδιαφόρως αν είναι Ρουμάνοι ή Ούγγροι, Σλοβάκοι, Κροάτες, Ισπανοί, Βέλγοι, ακόμη και Γάλλοι, όλοι μετέχουν στον αγώνα αυτό, επιπλέον οι εθελοντές που ανήκουν στα γερμανικά φύλα του βορρά και της δύσης. Σήμερα είναι ένας πόλεμος της Ευρώπης. Και τέλος, ιδού στην Ανατολή, ένας νέος σύμμαχος, που έθεσε τέρμα στις γελοίες φράσεις ενός κυρίου: η Ιαπωνία!


Ένα ηρωικό έπος του λαού μας
Θα πω λίγα πράγματα για τον πόλεμο καθεαυτόν. Περί αυτού ομιλεί ήδη η ιστορία. Το 1939 η εξόφληση της Πολωνίας, το 1940 της Νορβηγίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου, το 1941 κατά πρώτον τα Βαλκάνια και τέλος η σειρά του κράτους εκείνου, για το οποίο ο κύριος Κριπς στη φλυαρία του μας είχε διαβεβαιώσει προ κάποιων ημερών ότι από ετών είχε ήδη προπαρασκευαστεί για τον διακανονισμό του λογαριασμού του με τη Γερμανία. Το κατανόησα τη στιγμή που αντελήφθην ότι εδώ παίζεται απατηλό παιγνίδι. Μόλις πληροφορήθηκα ότι ο Τσώρτσιλ υπέδειξε ήδη κατά τις μυστικές αυτές συνεδριάσεις τον νέο αυτόν σύμμαχο, η κατάσταση ήταν για μένα σαφής. Και κατά την ώρα που ο Μολότωφ μάς αποχαιρετούσε εδώ στο Βερολίνο και αναχωρούσε υπό την εντύπωση των αποτυχημένων απαιτήσεών του, ήταν βέβαιο ότι ο διακανονισμός αυτός θα ερχόταν.

Και τώρα είμαι ευγνώμων στη μοίρα επειδή με έθεσε επικεφαλής του Ράιχ και επειδή μου έδωσε δύο ή τρεις εβδομάδες νωρίτερα τον καιρό να καταφέρω το πρώτο χτύπημα. Διότι, όταν κανείς είναι υποχρεωμένος να αγωνιστεί, έχω τη γνώμη ότι το πρώτο πλήγμα πρέπει να είναι αποφασιστικό.

Το ίδιο βλέπουμε επίσης στην Ανατολική Ασία. Και μπορούμε να συγχαρούμε την Ιαπωνία, διότι, αντί να υπομείνει επί μακρότερο χρόνο τις προκλήσεις των αχρείων αυτών ψευτών αυτών, χτύπησε χωρίς πολλές διατυπώσεις. 

Και τώρα, από τις 22 Ιουνίου, οι στρατιώτες μας του στρατού και των σωμάτων  ασφαλείας μάχονται προς ανατολάς έναν αγώνα, ο οποίος θα αναγραφεί κάποτε στην ιστορία ως ένα ηρωικό έπος του λαού μας.

Στη θάλασσα, οι πολεμικές μας δυνάμεις, τα υποβρύχιά μας θ’ αποφύγουν την επιδίωξη του Προέδρου Ρούσβελτ. Επιθυμεί, με αδιάκοπες δηλώσεις του περί περιοχών αμερικανικής επικυριαρχίας, να εκδιώξει βαθμιαίως, με απλές επί του χάρτου πράξεις, το γερμανικό υποβρυχιακό όπλο από τον Ωκεανό και να το περιορίσει σε έναν ελάχιστο χώρο, ο οποίος θα μπορεί να προστατεύεται από τις αγγλικές ναυτικές δυνάμεις. Και αυτή, συμπατριώτες μου, υπήρξε η αιτία της πτώσης του αριθμού των καταβυθίσεων και όχι βεβαίως η ελλιπής ποιότητα ή ο ελαττούμενος αριθμός των υποβρυχίων. Απεναντίας, ο αριθμός τους αυξήθηκε θεαματικά. Και ακόμη, ούτε η έλλειψη θάρρους των πληρωμάτων μας, ούτε η αδυναμία να επιτεθούμε βέβαια, αλλά αποκλειστικά η μέθοδος αυτή –να μας περιορίσουν την ελευθερία δράσης δια των δηλώσεων. Καταλαβαίνετε ότι απαιτείτο συνεχής προσπάθεια από μέρους μου να σταθμίσω αν θα έπρεπε να θέσω τέρμα στο ψεύδος και την απάτη τους ή αν, προς χάριν της προσφιλούς ειρήνης, θα έπρεπε να επιβάλουμε στους εαυτούς μας και νέους ακόμη περιορισμούς. Η επίθεση της Ιαπωνίας μάς απήλλαξε από την ανάγκη αυτή. Τώρα θα είναι υποχρεωμένοι να σχηματίζουν νηοπομπές σε όλους τους Ωκεανούς του κόσμου και τώρα θα δουν πώς εργάζονται τα υποβρύχιά μας. Και οποιαδήποτε σχέδια κι αν έχουν και οποιασδήποτε μορφής κι αν είναι τα σχέδια αυτά, εμείς είμαστε οπλισμένοι εναντίον όλων, από του ακροτάτου Βορρά μέχρι του Νότου και από της Δύσης μέχρις Ανατολών.

Ένα πράγμα πρέπει να καταλάβουν καλά: Σήμερα αντιμετωπίζουν μια Γερμανία διαφορετική από την άλλοτε Γερμανία. Σήμερα αντιμετωπίζουν μια Γερμανία σαν της εποχής του Φρειδερίκου. Στεκόμαστε ακλόνητοι και όπου στεκόμαστε δεν παραιτούμαστε ούτε σπιθαμή από το έδαφος χωρίς αγώνα. Και, όταν παραιτούμαστε μιας σπιθαμής, προβαίνουμε αμέσως εκ νέου σε αντεπίθεση.

Και ήμασταν ευτυχείς, μαθαίνοντας χθες ότι ο Στρατηγός μας Ρόμελ, με τις γενναίες του ιταλικές και γερμανικές θωρακισμένες μεραρχίες και μηχανοκινήτους σχηματισμούς, τη στιγμή κατά την οποία όλοι πίστευαν ότι έχει ηττηθεί, έκανε αμέσως μεταβολή και τους απώθησε εκ νέου προς τα πίσω. Και αυτό θα το παθαίνουν επί τόσο διάστημα και τόσο συχνά, ώσπου ο πόλεμος αυτός να τερματιστεί με τη νίκη μας.

Στα δύο αυτά όπλα προστίθεται ως τρίτο η αεροπορία μας. Η δόξα της δεν θα παρέλθει ποτέ. Οι προσπάθειες υπό το αρκτικό ψύχος του ακροτάτου Βορρά, προς Ανατολάς ή υπό τον καύσωνα της ερήμου ή προς Δυσμάς ήταν πάντοτε οι ίδιες: ένας ηρωισμός τον οποίον δεν μπορούμε οπωσδήποτε ν’ ανταμείψουμε ισάξια με διακριτικές τιμές.

Τα τρία λοιπόν αυτά όπλα αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, διότι δεν μπορώ να εξάρω ιδιαίτερα ένα από αυτά. Αλλά ένα πρέπει να το αναφέρω πάλι ειδικά: Το πεζικό μας.

Πίσω απ' αυτά τα όπλα στέκεται ένας οργανισμός συγκοινωνιών, με δεκάδες χιλιάδες αυτοκινητιστών και σιδηροδρομικών και όλοι αυτοί εναρμονίζονται για ν’ αντιμετωπίσουν επιτυχώς και τα δυσκολότερα προβλήματα, διότι ένα πράγμα είναι αυτονόητο: ότι η μετατροπή του πολέμου προελάσεως σε πόλεμο αμυντικό δεν ήταν εύκολη στο ανατολικό μέτωπο. Σε άμυνα δεν μας υποχρέωσαν οι Ρώσοι, αλλά οι 38, 40, 42 και 45 βαθμοί ψύχους μάς εξανάγκασαν σε αυτήν. Στο ψύχος αυτό όμως κανένας στρατός, που δεν είναι συνηθισμένος σε αυτό, δεν μπορεί να μάχεται, όπως επίσης δεν μπορεί να το κάνει στον υπερβολικό καύσωνα της ερήμου τους θερμούς μήνες. Αλλά τη στιγμή, που η μετατροπή αυτή κατέστη αναγκαία, θεώρησα καθήκον μου ν' αναλάβω και γι' αυτό την ευθύνη στους ώμους μου.

Με αυτό θέλησα να πλησιάσω ακόμη περισσότερο τους στρατιώτες μας και από της θέσης αυτής επιθυμώ απλώς να τους διαβεβαιώσω –εφ' όσον είναι δυνατόν να με ακούσουν από τα παγωμένα εκείνα μέτωπα– ότι: 

Γνωρίζω τι προσφέρουν, αλλά γνωρίζω επίσης ότι έχουμε ήδη περάσει τις μεγαλύτερες δυσχέρειες.

Σήμερα είναι 30 Ιανουαρίου. Ο χειμώνας αποτελεί την μεγάλη ελπίδα του προς ανατολάς αντιπάλου. Η ελπίδα του αυτή δεν θα εκπληρωθεί. Μέσα σε τέσσερις μήνες είχαμε προχωρήσει σχεδόν μέχρι τη Μόσχα και το Λένινγκραντ. Τέσσερις μήνες του χειμώνα του βορρά έχουν τώρα περάσει.



Η πατρίδα αντάξια του μετώπου

Σε μερικές θέσεις ο εχθρός προήλασε λίγα χιλιόμετρα, θυσιάζοντας γι’ αυτό εκατόμβες σε αίμα και σε ζωές ανθρώπων. Πιθανόν αυτό να του είναι αδιάφορο. Μέσα σε λίγες όμως εβδομάδες θα υποχωρήσει στον νότο ο χειμώνας, η άνοιξη θα προχωρήσει σταδιακά προς τον βορρά, οι πάγοι θα διαλυθούν και θα έλθει η ώρα που το έδαφος θα γίνει και πάλι σκληρό και στερεό και οι Γερμανός στρατιώτης θα μπορέσει πάλι να δράσει με τις μηχανές του και νέα όπλα θα καταφθάνουν διαρκώς από την πατρίδα... Θα έλθει η ώρα που θα πλήξουμε τον εχθρό και θα λάβουμε εκδίκηση για όλους εκείνους που τώρα έπεσαν θύματα αποκλειστικά του ψύχους. Γιατί ο στρατιώτης εκεί μπροστά δεν έχασε το αίσθημα της υψίστης υπεροχής του έναντι του Ρώσου. Το να τον συγκρίνει κάποιος με αυτόν θα αποτελούσε προσβολή. 

Εκείνο όμως που έχει αποφασιστική σημασία είναι ότι πέτυχε η μετακίνηση από την επίθεση στην άμυνα. Τα μέτωπα αυτά παραμένουν άθικτα και εκεί όπου οι Ρώσοι σε μερικά σημεία εισχώρησαν στις γραμμές και οπουδήποτε νόμισαν ότι κατέλαβαν κάποιες τοποθεσίες, αυτές δεν ήταν πλέον τοποθεσίες παρά σωρός ερειπίων. Ποια σημασία έχει αυτό σε παραβολή προς εκείνο που εμείς κατακτήσαμε, που επαναφέρουμε στην τάξη και που θα επαναφέρουμε και κατά την προσεχή άνοιξη;

Γιατί πίσω του μετώπου αυτού στέκεται σήμερα μια αντάξιά του πατρίδα. Αντιλαμβανόμενος τελευταία ότι οι προετοιμασίες μας κατά του ψύχους δεν ήταν επαρκείς, απηύθυνα έκκληση προς τον γερμανικό λαό. Θέλω τώρα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς τον ίδιο τον λαό. Η έκκληση αυτή ήταν συγχρόνως και δημοψήφισμα. Εάν οι άλλοι μιλούν περί Δημοκρατίας, αυτό είναι η αληθινή Δημοκρατία! Το πώς, αποδείχθηκε κατά τις τελευταίες αυτές μέρες — και γνωρίζω τι έδωσαν τόσοι και τόσοι φτωχοί άνθρωποι. Αλλά τη φορά αυτή υπήρξαν πολλοί, πάρα πολλοί, στους οποίους προηγουμένως φαινόταν αδύνατον να αποχωριστούν τα  πολύτιμα γουναρικά τους. Και όμως τα έδωσαν σήμερα, γιατί γνωρίζουν ότι και ο πλέον άσημος στρατιώτης έχει μεγαλύτερη αξία από την πλέον πολύτιμη γούνα.

Στην περίπτωση αυτή φρόντισα να μη συμβεί εκείνο που συνέβη στον προηγούμενο πόλεμο, όταν η πατρίδα έδινε χαλκό και μια εταιρία παραγωγής χαλκού κατέβαλε μέρισμα 2260%, όταν η πατρίδα έδινε δέρματα και μια εταιρία διαχείρισης δερμάτων κατέβαλε μέρισμα 2700%. Στο Τρίτο Ράιχ, όποιος πλουτίζει από τον πόλεμο πεθαίνει! Γιατί κανείς δεν γνωρίζει εάν ένα ζευγάρι γάντια δεν θα έσωζε το χέρι ενός φτωχού φαντάρου στην πρώτη γραμμή, ή εάν δεν προφυλασσόταν εκείνος από την ψύξη με ένα ζεστό πουλόβερ, το οποίο κάποιος στην πατρίδα του αφαίρεσε. Θα αντιπροσωπεύω εδώ τα συμφέροντα του στρατιώτη και γνωρίζω ότι στο έργο μου αυτό ολόκληρος ο γερμανικός λαός βρίσκεται στο πλευρό μου.

Έτσι, αυτήν την 30ή  Ιανουαρίου μπορώ να σας διαβεβαιώσω περί ενός και μόνου πράγματος: Πώς θα τελειώσει το έτος αυτό, δεν γνωρίζω. Αν κατά τη διάρκειά του θα τερματιστεί ο πόλεμος κανένας δεν μπορεί να πει. Ένα όμως γνωρίζω: Οπουδήποτε και αν ο εχθρός εμφανιστεί, θα τον κτυπήσουμε και κατά το παρόν έτος, ακριβώς όπως μέχρι τώρα. Θα είναι και πάλι έτος μεγάλων νικών. Και όπως σε οποιαδήποτε στιγμή του παρελθόντος κρατούσα τη σημαία, θα την κρατήσω και τώρα πολύ ψηλά. Διότι σε πόσο διαφορετική θέση δεν βρίσκομαι σήμερα!

Γερμανοί συμπατριώτες μου!

Στρατιώτες μου!

Έχουμε πίσω μας μια ένδοξη ιστορία και ευχαρίστως αντλεί κανείς παραδείγματα από αυτήν. Η ιστορία μας διδάσκει ότι συχνά Γερμανοί ήρωες διεξήγαγαν αγώνες φαινομενικά υστερούντες σε βαθμό που να μην επιτρεπόταν ελπίδα επιτυχίας. Δεν μας επιτρέπεται όμως να προβαίνουμε σε συγκρίσεις με την εποχή, για παράδειγμα, του Φρειδερίκου. Δεν έχουμε τέτοιο δικαίωμα.

Εμείς έχουμε τον ισχυρότερο στρατό του κόσμου. Εμείς έχουμε την ισχυρότερη αεροπορία του κόσμου. Ο Φρειδερίκος ο Μέγας ήταν αναγκασμένος να πολεμήσει εναντίον υπερτέρων δυνάμεων, αυτόχρημα καταθλιπτικών. Όταν αυτός διεξήγαγε τον πρώτο κατά της Σιλεσίας πόλεμο, 2,7 εκατομμύρια Πρώσων αντιμετώπισαν ένα κράτος 15 εκατομμυρίων. Όταν αναγκάστηκε να διεξαγάγει τον τρίτο επταετή πόλεμο, 3,7 ή 3,8 εκατομμύρια Πρώσων αντιμετώπισαν 50 ή 54 εκατομμύρια εχθρών. Ένας άνθρωπος με σιδηρά θέληση, παρ’ όλα τα πλήγματα, κράτησε ψηλά τη σημαία και ουδέποτε δείλιασε για τον λαό του. Όταν ενίοτε αφηνόταν να αποθαρρυνθεί, ανακαλούσε πάντοτε τον εαυτόν του στην τάξη και άρπαζε εκ νέου την σημαία στο στιβαρό του χέρι.

Γιατί να μιλούμε σήμερα για εμάς; Αντιμετωπίζουμε έναν εχθρό, ο οποίος πιθανόν να είναι σήμερα αριθμητικά υπέρτερος. Την άνοιξη όμως θα μεταβληθεί η κατάσταση. Θα τον χτυπήσουμε εκ νέου. Θα έλθει και πάλι η ώρα μας. Και έτσι θα συμβεί παντού. Προπαντός όμως: Σήμερα έχουμε συμμάχους. Δεν είναι πλέον η κατάσταση που υπήρχε στον παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνο που η Ιαπωνία μόνη κάνει στην Ανατολή δεν μπορούμε παρά να το εκτιμήσουμε δεόντως.

Για εμάς δεν απομένει άλλη οδός, από την οδό του αγώνα και της επιτυχίας. Είναι αδιάφορο αν ο αγώνας αυτός θα είναι δύσκολος ή εύκολος, και εν πάση περιπτώσει δεν θα είναι δυσκολότερος από τους αγώνες των προγόνων μας. 


Ο πρώτος στρατιώτης του Ράιχ
Αλλά δεν μας επιτρέπεται να αναμένουμε ότι μπορεί να είναι ευκολότερος. Από αυτό όμως αντιλαμβανόμαστε πλήρως τη θυσία που προσφέρουν οι στρατιώτες μας. Ποιος μπορεί να το εννοήσει καλύτερα από μένα, που υπήρξα στρατιώτης; Αισθάνομαι τον εαυτό μου ακόμη και σήμερα ως τον πρώτο στρατιώτη του Ράιχ. Κατά τον χρόνο που ήμουν ο ίδιος στρατιώτης εκπλήρωσα το καθήκον μου. Το εκπληρώνω απαρεγκλίτως και σήμερα. Αντιλαμβάνομαι όμως ολόκληρο τον πόνο των συντρόφων μου, γνωρίζω το κάθε τι που τους συμβαίνει.

Γι’ αυτό δεν μπορώ και δεν θέλω να μεταχειριστώ κενές  φράσεις. Γιατί δεν θα τις πιστέψετε. Μπορώ να πω ένα και μόνον:

Η πατρίδα προαισθάνεται το έργο το οποίο πρέπει να επιτελέσετε. Η πατρίδα γνωρίζει τι σημαίνει να βρίσκεστε στο μέσο χιονιού και πάγου με θερμοκρασία 35, 38, 40, 42 υπό το μηδέν, για να υπερασπιστείτε τη Γερμανία. Αλλ' ακριβώς επειδή το γνωρίζει, θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια. Θέλει να εργαστεί και θα εργαστεί! Και εγώ ο ίδιος οφείλω να την προτρέψω σε αυτό.

Γερμανοί συμπατριώτες, όσοι βρίσκεστε στα σπίτια σας, εργαστείτε, κατασκευάστε όπλα, κατασκευάστε πολεμοφόδια και πάλι κατασκευάστε όπλα και πολεμοφόδια! Έτσι θα σώσετε τη ζωή πολυάριθμων συντρόφων στο μέτωπο. Εργαστείτε δημιουργικά για τα μεταφορικά μέσα, για να μεταφερθούν όλα αυτά στο μέτωπο. Τότε το μέτωπο θα σταθεί, θα εκτελέσει το καθήκον του και τότε η Γερμανική Πατρίδα θα είναι ήσυχη, η δε προσευχή του διαβολοκληρικού εκείνου, που ποθεί να τιμωρηθεί η Ευρώπη με τον μπολσεβικισμό, δε θα εισακουσθεί. Αλλά θα εισακουσθεί μια άλλη προσευχή: 

Θεέ και Κύριε! Δώσε μας τη δύναμη να διατηρήσουμε την ελευθερία μας, την  ελευθερία του λαού μας, των παιδιών μας και των εγγονιών μας, και όχι μόνο την  ελευθερία του γερμανικού λαού, αλλά και των άλλων λαών της Ευρώπης. Διότι ο πόλεμος που διεξάγουμε δεν είναι μόνο πόλεμος για τον γερμανικό λαό, αλλά αγώνας για ολόκληρη την Ευρώπη και, συνεπώς, για ολόκληρη την πολιτισμένη ανθρωπότητα.


Ristorante Verona