Τρίτη 1 Μαΐου 2018

30 Ιανουαρίου 1942 ομιλία Αδόλφου Χίτλερ στο Sportpalast του Βερολίνου - Μέρος Β




Μέρος Β


Ιδεαλισμός άνευ ορίων
Δεν είχαν καμία γνώση ότι επί του προκειμένου επρόκειτο περί ενός Αμερικανού Προέδρου, δηλαδή  περί ενός ανδρός που δεν είναι υποχρεωμένος να λέει την αλήθεια και ο οποίος προ μιας εκλογής μπορεί να πει ήσυχα «εγώ είμαι εναντίον του πολέμου», και μετά την εκλογή του θεωρεί ότι του επιτρέπεται να πει «εγώ είμαι υπέρ του πολέμου». Και ο οποίος, όταν αναγκάζεται να απολογηθεί, μπορεί επίσης να πει ανενόχλητος: «Ναι, αυτό το είπα βεβαίως νωρίτερα, γιατί πίστευα ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες θα υπήρχαν αρκετοί βλάκες που θα το εξελάμβαναν ως αληθές». Ο γερμανικός λαός όμως δεν γνώριζε ακόμη ότι στην περίπτωση αυτή επρόκειτο περί ενός παραλυτικού, περί ενός παράφρονος, ο οποίος κυβερνούσε τότε τον λαό των Ηνωμένων Πολιτειών, ένα λαό με τον οποίον ποτέ πριν στην ιστορία του ο γερμανικός λαός δεν είχε έλθει σε σύρραξη.

Έτσι ήρθε η ώρα της σκληρής εκείνης απογοήτευσης, που άρχισε από τη στιγμή που οι Γερμανοί Αντιπρόσωποι, μπαίνοντας στο όχημα υποδοχής στο δάσος της Κομπιέν, ρωτήθηκαν με απότομο τρόπο: «Τί ζητούν οι κύριοι εδώ;» Ακολούθησε μια ανακωχή, η οποία στην πραγματικότητα σήμαινε ολοκληρωτική αδυναμία για άμυνα. Και το αποτέλεσμα της «ανακωχής» αυτής ήταν η συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε, ο πλήρης αφοπλισμός του λαού μας, η αποστέρηση παντός δικαίου και η λεηλασία και εκμετάλλευση από μια διεθνή δημοσιονομική οικονομία, η οποία έριξε τον λαό μας σε βαθύτατη δυστυχία.

Πιο πριν είχαν δηλώσει: «Όποιος ισχυρίζεται ότι έχουμε την πρόθεση ν' αποσπάσουμε τις αποικίες της Γερμανίας ψεύδεται». Μας τις πήραν! Είπαν: «Όποιος ισχυρίζεται ότι προτιθέμεθα να αποσπάσουμε από τη Γερμανία τον εμπορικό της στόλο δεν λέει την αλήθεια». Μας τον πήραν! Πριν έλεγαν: «Εκείνος που ισχυρίζεται ότι θέλουμε ν' αποσπάσουμε εδάφη από τον γερμανικό λαό, αυτός υποκινεί τον λαό». Αργότερα μας απέσπασαν τη μία περιοχή μετά την άλλη! Παραβίασαν όλες τις υποσχέσεις τους! Μέσα σε λίγους μήνες, ο γερμανικός λαός βυθίστηκε σε μια απίστευτη άβυσσο απεγνωσμένης ατολμίας. Καμιά ελπίδα δεν υπήρχε σε οποιαδήποτε γωνιά της γερμανικής γης. Ο γερμανικός ήταν ένας πεινασμένος λαός, στον οποίο δεν αποδόθηκαν οι αιχμάλωτοι πολέμου ούτε όταν είχε πλέον υπογράψει την ανακωχή και την ειρήνη. Ένας λαός στο οποίο δεν έδωσαν καν τρόφιμα, όταν είχε πλέον αφοπλιστεί. Ένας λαός τον οποίο συνεχώς εξεβίαζαν και τον οποίο, με συνεχείς νέες πιέσεις και απαιτήσεις, τον υποχρέωναν να υποταχθεί ακόμη  περισσότερο.

Όταν τα αναλογίζεται κανείς αυτά σήμερα, νιώθει να κυριεύεται και τώρα ακόμη από άγρια οργή και μίσος εναντίον ενός κόσμου στον οποίο είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα.

Κατά την εποχή αυτή, συμπατριώτες μου, όταν τα πάντα είχαν καταστραφεί, όταν ο ανώτατος άρχοντας του Ράιχ είχε δραπετεύσει στο εξωτερικό, όταν οι άλλοι είχαν συνθηκολογήσει, όταν ο στρατός αναγκάστηκε να παραδώσει τα όπλα του και ο λαός αφοπλίστηκε εθελουσίως, την εποχή κατά την οποία ακόμη και  Γερμανοί στο εσωτερικό μαίνονταν εναντίον της Γερμανίας κραυγάζοντας «πολύ σωστά χάσαμε τον πόλεμο», και που υπήρχαν υποκείμενα που δήλωναν «δεν είχαμε το δικαίωμα να κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο», την στιγμή που όποιος μιλούσε για τη Γερμανία κατασκοπευόταν, σε μια εποχή όπου η παραίτηση από το δικαίωμα να ζήσει κάποιος στον κόσμο ως Γερμανός εθεωρείτο συνετή πράξη, κατά την εποχή αυτή, συμπατριώτες μου, μπήκα στην πολιτική με την απόφαση να ανυψώσω την ταπεινωμένη και γερασμένη Γερμανία. Αυτή ήταν μια τόσο παράλογη απόφαση στα μάτια των πολλών, ώστε ακόμη και οι στενότεροι φίλοι μου δεν με καταλάβαιναν καθόλου.

Άντλησα δύναμη για την απόφαση αυτή, μόνο επειδή γνώριζα τον λαό μου. Αν γνώριζα μόνο τις δέκα χιλιάδες της υψηλής κοινωνίας, πιστέψτε με, συμπατριώτες μου, δε θα βρισκόμουν σήμερα μπροστά σας, δεν θα έβρισκα ποτέ  το θάρρος να οδηγήσω αυτόν τον λαό σε ένα καλύτερο μέλλον. Αλλά τότε γνώριζα κυρίως το μεγάλο πλήθος, ιδίως τους στρατιώτες συναδέλφους μου. Γνώριζα ότι οι άνδρες αυτοί είχαν παράσχει ανυπολόγιστες, πολύτιμες υπηρεσίες. Κυρίως γνώριζα πόσο πιστοί ήταν και ασφαλώς γνώριζα ότι, αν καθοδηγούνταν ορθά, ποτέ δεν θα πείθονταν να συνθηκολογήσουν. Δεν θα το έκαναν, ακριβώς για χάρη των συναδέλφων τους, γιατί ο καθένας τους θα έλεγε:

«Για αυτό που πολεμώ εγώ, έπεσαν ήδη τόσοι συνάδελφοί μου. Δεν έχω το δικαίωμα να τους εγκαταλείψω. Θα ήταν προδοσία εναντίον τους, ενώ αυτοί θυσίασαν τη ζωή τους! ».

Γνώριζα, από τη ζωή μου τότε, το μεγάλο πλήθος. Και το πλήθος αυτό όχι μόνο τροφοδότησε την πίστη μου προς τον γερμανικό λαό, αλλά κάθε φορά, όταν αργότερα προέκυπταν αντίξοες περιστάσεις ή προσέκρουα σε οποιεσδήποτε αποτυχίες κατά την  πραγματοποίηση του σχεδίου μου, μου ενέπνεε νέα πίστη.

Γνώριζα καλά ότι η εξέλιξη, όπως ακριβώς την είδαμε κατά τα τελευταία 20 ως 30 χρόνια πριν τον πόλεμο, ήταν μοιραίο να οδηγήσει στην κατάρρευση. Και έτσι έλαβα την απόφαση να αναλάβω εκ  βάθρων τον αγώνα κατά αυτής της εξέλιξης, και όχι απλώς να δηλώσω ότι θέλω η Γερμανία να έχει πάλι αμυντικές δυνάμεις, στρατό ή αεροπορία. Τουναντίον είχα πλήρη συνείδηση ότι έπρεπε ν' αλλάξει πρώτα απ’ όλα η εσωτερική συγκρότησή μας και να λάβει άλλη μορφή η κοινωνική τάξη μας, ότι έπρεπε ν' αφήσουμε να εισρεύσει αίμα στο απονεκρωμένο σώμα του λαού μας  από τα κάτω προς τα πάνω και ότι, για τον σκοπό αυτό, ήταν αναγκαίες σοβαρές επεμβάσεις στην κοινωνική τάξη.

Δεν θεώρησα ότι ήταν δυνατόν να προβώ στην επέμβαση αυτή αμέσως μετά την ανάληψη της αρχής, αλλά ήμουν βέβαιος ότι η δύναμη θα εξασφαλίζόταν κάποτε στο σώμα εκείνο, που θα είχε τη μορφή και την ουσία της νέας κατάστασης. Ήμουν δηλαδή αποφασισμένος, εξορμώντας με λίγους άνδρες, να δημιουργήσω μια κίνηση που θα προσπαθούσε να ενσωματώσει σε αυτήν εκείνο που αντιλαμβανόμουν ότι θα ήταν αργότερα  ουσιώδες και αναγκαίο για το σύνολο. Και αυτό ίσως δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο νόμιζαν μερικοί, εφόσον αποκρούστηκε ο κίνδυνος να παρεισφρήσουν στις τάξεις μας άνθρωποι ανάξιοι, ματαιόδοξοι ή ιδιοτελείς. Γιατί όποιος προσχώρησε τα έτη 1919 ως 1923 στο κίνημα αυτό, έπρεπε να είναι γνήσιος ιδεολόγος, κι ας έλεγαν όλοι οι άλλοι: «Αυτός είναι τελείως μωρός, αυτός θέλει να ιδρύσει ένα νέο κράτος, θέλει να δημιουργήσει έναν νέο στρατό, αυτός θέλει να κάνει τη Γερμανία πάλι ελεύθερη και όμως δεν έχει ούτε μεγάλο όνομα, ούτε κεφάλαιο, ούτε δικές του εφημερίδες, ούτε κόμμα, τίποτε απολύτως δεν έχει –με μια λέξη λοιπόν είναι τρελός!».

Εναντίον της ανοησίας και της οκνηρίας
Έπρεπε να ήταν γνήσιοι ιδεολόγοι εκείνοι που ήρθαν τότε προς εμένα, γιατί δεν είχαν τίποτα απολύτως να κερδίσουν, αλλά μόνο να χάσουν, μόνο θυσίες να προσφέρουν. Και για τους συναγωνιστές μου της εποχής εκείνης μπορώ να το πω αυτό: Πολλοί τα έχασαν όλα, μερικοί ακόμη και τη ζωή τους.

Ο γερμανικός δρόμος ανήκει στους Γερμανούς και όχι στους εβραίους. Τον δρόμο αυτόν τον κατέκτησα για τους Γερμανούς, όχι με την πονηρία των δειλών, αλλά με τη γενναιότητα των ριψοκίνδυνων εκείνων ανδρών, οι οποίοι συντάχθηκαν τότε δίπλα μου και ήταν έτοιμοι να ελευθερώσουν μαζί μου τους δρόμους από τους εχθρούς μας και τους αντιπάλους μας, και να φυτέψουν πάλι λίγο λίγο τα γερμανικά χρώματα στους γερμανικούς αυτούς δρόμους, στις γερμανικές αγορές, τα χωριά και τις πόλεις.

Άρχισα τον αγώνα αυτόν στρεφόμενος πρώτα εναντίον της ανοησίας, εναντίον της ανοησίας και της οκνηρίας των καλουμένων ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων μας. Τον άρχισα, στρεφόμενος εναντίον της δειλίας, η οποία εξαπλωνόταν παντού, και περιφέρονταν πάντα με το προσωπείο της εξυπνάδας και έλεγε ότι πρέπει κανείς να υποκύπτει, ότι πρέπει να έχει κανείς υπομονή ή ότι πρέπει, κατά την έκφραση του κυρίου Έρτσμπέργκερ, «να υπογράφουμε όλα όσα  μας παρουσιάζουν. Τότε θα μας συγχωρήσουν, και όλα θα είναι πάλι εντάξει». Αναγκαζόμουν τότε να παλεύω, τόσο μέσα σε μικρούς όσο και σε μεγάλους κύκλους, με την υπέρμετρη αυτή δειλία που προτιμούσε οτιδήποτε άλλο από του να συγκρατηθεί. Πόσες φορές δεν συνέβη να μου επιρρίψει ο αστικός αυτός κόσμος ευθύνη, λέγοντας: «Γιατί γυρνάτε στους δρόμους; Δεν βλέπετε ότι οι άλλοι δεν το θέλουν, ότι αυτό προκαλεί επεισόδια; Γιατί λοιπόν; Αποσυρθείτε, μείνετε ήσυχοι!»  Εμείς όμως δεν μείναμε ήσυχοι. Τουναντίον, κατήρτισα  τότε το πρόγραμμά μας.


Η λαϊκή κοινότητα προ εμποδίων
Και ήμουν τότε υποχρεωμένος να συνεχίζω τον αγώνα εναντίον τόσων ατομικών συμφερόντων. Ο αριστερός μού έλεγε: «Αυτό είναι εναντίον των συμφερόντων μου. Εγώ έχω ταξικό συμφέρον και το ταξικό αυτό συμφέρον με υποχρεώνει να παραμερίσω τον δεξιό!». Και ο δεξιός μού απαντούσε: «Κύριε, παραμείνετε μακριά από εμάς. Εμείς έχουμε τα παλαιά μας συμφέροντα κοινωνικής θέσεως». Αναγκαζόμουν λοιπόν να στρέφομαι εναντίον και των δύο παρατάξεων. Και, πάνω απ' όλα αυτά τα συμφέροντα, που φαίνονταν αγκυροβολημένα στην κοινωνική θέση ή τάξη, είχα να τοποθετήσω τα συμφέροντα του Λαού, της αδιαίρετης αυτής κοινότητας.

Όλα αυτά φαίνονται σήμερα αυτονόητα, οι παλαιοί όμως συναγωνιστές μου γνωρίζουν ότι δεν ήταν τόσο αυτονόητο να βάλει κανείς στα στενά κεφάλια των αριστερών και των δεξιών τη γνωστή αυτή αλήθεια. Άλλοι δεν ήθελαν να παραδεχθούν την ιδέα αυτή απλώς και μόνο από πείσμα: «Τι; Θα σπάσουμε το κεφάλι των άλλων να τη βάλουμε μέσα;» ήταν το σύνθημά τους. Και άλλοι δεν ήθελαν να την παραδεχθούν από ανοησία ή από πνευματική οκνηρία, γιατί έλεγαν: «Αυτό ως  τώρα ήταν έτσι. Γιατί πρέπει τώρα να το αλλάξουμε; Γενικά, δεν μπορείς να απαιτείς από μένα να πάω ξαφνικά μαζί με τους ανθρώπους του απλού λαού. Αυτό απλούστατα δεν μπορώ να το κάνω. Στο τέλος θα μου  ζητήσετε να καθίσω μαζί τους και μέσα στο τραμ. Όταν είναι κάτι σωστό, είμαι φυσικά και εγώ της ίδιας γνώμης: πρέπει να είμαστε ένας ενωμένος λαός αδελφών, αλλά κρατήστε τις αποστάσεις, κύριοί μου,  κρατήστε τις αποστάσεις. Όχι πολύ κοντά και προπαντός μόνο στις εκλογές μαζί. Ποτέ άλλοτε».

Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο εύκολο να προσελκύσει κανείς μέσα από τον λαό αυτόν τον ένα μετά τον άλλον. Και  πόσοι πάλι δε μ' εγκατέλειψαν αργότερα. Επειδή, συμπατριώτες μου, το ότι έρχονταν προς εμένα δεν σήμαινε ότι θα έμεναν στο πλευρό μου. Κάποιες φορές κατόρθωνα να κερδίσω με κάποιον τρόπο πενήντα ως εξήντα ανθρώπους, αλλά μετά από τρεις μήνες, από τους πενήντα ή εξήντα αυτούς, δεν παρέμεναν παρά έξι, επτά ή οκτώ μονάχα. Και τότε έπρεπε ν' αρχίσουμε πάλι από την αρχή. Αλλά τότε είχα κάνει έναν σχετικό υπολογισμό: Εάν κερδίσω μόνο 100 και απομείνουν μόνο 10, οι δε άλλοι 90 με εγκαταλείψουν, τότε, αν κερδίσω 1000, θα μου μείνουν οι 100, εάν κερδίσω 10.000 θα μου μείνουν οι 1000 και σταδιακά ο αριθμός εκείνων που θα μου έμεναν πιστοί θα γινόταν μεγαλύτερος. Και αν κάποιος με εγκαταλείψει για δεύτερη ή τρίτη φορά, ίσως ντραπεί να με εγκαταλείψει και για τέταρτη. Τότε θα μείνει ασφαλώς δίπλα μου. Έτσι θα κατορθώσω, με μεγάλη υπομονή, να συμπήξω μια νέα λαϊκή κοινότητα στο Γερμανικό Ράιχ. Οι άλλοι ας γελούν και ας ειρωνεύονται όσο θέλουν. Μου είναι αδιάφορο. Μπορούν να μας πολεμήσουν. Και αυτό μου είναι αδιάφορο. Τότε κι εμείς θα αμυνθούμε. Δεν θα απομακρυνθούμε από τον δρόμο, δεν θα εγκαταλείψουμε τις θέσεις μας, αλλά θα αγωνιστούμε μέχρι είτε να πέσουμε ηττημένοι είτε οι άλλοι να τραπούν σε φυγή και να μας αφήσουν τον δρόμο ελεύθερο.

Οι αρχές αυτές είναι σήμερα, για εμάς τους Εθνικοσοσιαλιστές, αυτονόητες, αλλά τότε ήταν τελείως νέες ιδέες και γνώσεις, οι οποίες από πολλούς ούτε κατανοούνταν ούτε θεωρούνταν αυτονόητες. 

Τότε προστέθηκε στα παραπάνω και κάτι άλλο: Η καταραμένη αγωγή με την οποία μεγάλωσε ο καθένας και από την οποία πίστευε ότι ήταν αδύνατον να απαλλαγεί. Και, εν γένει, ολόκληρο το πρόβλημα  της αγωγής, αυτά τα τσόφλια των αυγών, από τα οποία  απαλλάσσεται κανείς δυσκολότερα παρά από κάθε τι άλλο. Η ιδέα ότι είναι γαλαζοαίματος και συνεπώς δεν  μπορεί να συναναστρέφεται με τον λαό, για τον λόγο ότι κατάγεται από ιδιαίτερο κοινωνικό στρώμα και ότι ο άλλος δεν μπορεί πάλι να το πράξει γιατί προέρχεται από άλλο στρώμα. Ήταν αγώνας εναντίον παραδόσεων και φυσικά εναντίον των στοιχείων της αγωγής, τα  οποία εύκολα συγχεόταν με την αξία του ανθρώπου, γιατί έλεγαν: «Μα δεν μπορείτε να απαιτήσετε από  εμένα, τον μορφωμένο, να ανήκω σε μια τοπική ομάδα, της οποίας προΐσταται ένας εργάτης ή κάτι ανάλογο».

Αρχικά, κατάφερα να κάνω τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι το ηγείσθαι ουδεμία σχέση έχει με το αφηρημένο ειδέναι που αποκτούμε στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το ειδέναι διδάσκεται και μεταδίδεται, ο Θεός μόνο γνωρίζει μετά από πόσο χρόνο μελέτης. Το ηγείσθαι είναι έμφυτο και επιβάλλεται πάντοτε. Το να επιτύχουμε μεταξύ της φυσικής προδιαθέσεως του ηγείσθαι και του αναγκαίου ειδέναι κάποια εναρμόνιση, αυτό ήταν το μέγα πρόβλημα το οποίο επιλύθηκε. 

Το σημείο αυτό δεν είχε καθόλου κατανοηθεί την εποχή εκείνη. Ήταν αγώνας εναντίον όλων σχεδόν των  συνηθειών της μέχρι τότε ζωής, πέραν δε τούτου ήταν και αγώνας στρεφόμενος εναντίον συμφερόντων. Ο ένας έλεγε: «Καλά όλα αυτά, αλλά εάν ταχθώ στο πλευρό του, θα χάσω τη δουλειά μου». Και ο άλλος: «Θα με πετάξουν από τη θέση μου. Οι συνάδελφοί μου δεν θα το ανεχθούν». Πιστέψτε με, συμπατριώτες μου, τότε ήταν ηρωισμός να γίνει κάποιος εθνικοσοσιαλιστής σε ένα ορυχείο ή εργοστάσιο, αλλά επίσης ήταν σχεδόν ηρωισμός να γίνει εθνικοσοσιαλιστής σε ένα σαλόνι, λόγω του ότι οι μεν απειλούνταν σωματικώς, οι δε πνευματικώς. Και δεν γνωρίζω ποιο είναι το χειρότερο: μια σωματική απειλή ή μια πνευματική, η οποία, υπό ορισμένες συνθήκες, εκμηδενίζει ίσως τον άνθρωπο περισσότερο από μια σωματική κάκωση. Υπήρξαν ιδεολόγοι εκείνοι που προσήλθαν σε εμάς. Και, εν προκειμένω, επιθυμώ ακόμη να πω κάτι:

Ένας καλός Εθνικοσοσιαλιστής είναι ο καλύτερος στρατιώτης
O ήρωες αυτοί στην πραγματικότητα συνέχισαν τον πόλεμο του 1914-18. Αργότερα, συχνά παρουσιάστηκε σαν να ήταν οι στρατιώτες άλλο πράγμα και το κόμμα άλλο. Όχι, αυτοί υπήρξαν κάποτε οι στρατιώτες και μάλιστα οι καλύτεροι στρατιώτες! Εκείνοι δηλαδή οι αιώνιοι στρατιώτες, οι οποίοι δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να υπομείνουν την υποταγή, ακριβώς όπως έχω σήμερα την πεποίθηση ότι ένας πραγματικά καλός Εθνικοσοσιαλιστής θα είναι και στο μέλλον ο καλύτερος Στρατιώτης.

Μετά προστέθηκαν οι οργανωμένοι αντίπαλοι. Αυτοί ήταν αρχικά 46 ή 47 κόμματα. Αυτό κυμαινόταν αναλόγως του αν οι ποδηλάτες, ή οι μικροκηπουροί, ή οι μικρονοικοκυραίοι, ή οποιοιδήποτε άλλοι άνθρωποι είχαν συγκροτηθεί σε κόμμα. Πολύ συχνά, λοιπόν, έφθαναν σε αριθμό τα 46 κόμματα. Οργανωμένη εχθρότητα!

Και εδώ πάλι είχαμε να κάνουμε με τους γραμματείς των κομμάτων, τους λειτουργούς τους, που έβλεπαν φυσικά σε εμάς την καταστροφή ολόκληρης της  ύπαρξής τους. Διότι τι θα γινόταν επιτέλους ένας ολόκληρος κόσμος αστικών κομμάτων, αντιπροσωπευόμενος από τους συνδικαλιστές του, και τι θα γινόταν ο προλεταριακός κομματικός κόσμος, ο αντιπροσωπευόμενος από τους αρχηγούς των συνομοσπονδιών και από τους γραμματείς των κομμάτων; Εάν ξαφνικά ερχόταν κάποιος και έλεγε: «Όλος αυτός ο αγώνας είναι μια φανερή παραφροσύνη. Φιλονικείτε για κάτι που κανέναν δε θα ωφελήσει. Πρέπει να κατεβείτε από το βάθρο σας. Δε θα μπορέσετε να τα καταφέρετε επ’ άπειρον χωρίς ο ένας να βοηθά τον άλλον. Αφήστε λοιπόν τη φλυαρία και συνεννοηθείτε λογικότερα, αντί να εκμηδενίζεσθε αμοιβαία». Αυτό ήταν δυνατόν φυσικά να το πει κανείς σε ένα άτομο. Να λεχθεί όμως σε ένα γραμματέα κόμματος, θα έβαζε αμέσως τον άνθρωπο αυτό σε υποψίες. Οι υποψίες όμως θα τον οδηγούσαν στην επίγνωση ότι μέσω αυτού θα χανόταν ολόκληρη η ύπαρξή του. Εάν γίνει δεκτό ότι δεν πρέπει να διενεργούνται πολιτικοί αγώνες για λόγους θρησκευτικούς, τότε πού θα πάει ο ενδιαφερόμενος του Κέντρου, πού θα πάνε οι γραμματείς των συνομοσπονδιών και οι συνδικαλιστές; Και, προπαντός, πού θα πάνε οι αγαπητοί εβραίοι, οι οποίοι έχουν και στα δύο στρατόπεδά τους ενδιαφερόμενούς τους, που διευθύνουν τόσο τους καπιταλιστές όσο και τους αντικαπιταλιστές, και οι οποίοι σε μία οικογένεια είχαν δύο αδελφούς, έναν σε κάθε παράταξη;


Άθραυστη κοινότητα
Συμπατριώτες μου! Όταν άρχισα τότε τον αγώνα αυτό, είχα συνείδηση ότι επρόκειτο για έναν αγώνα εναντίον ενός ολόκληρου κόσμου. Το πόσο δύσκολος ήταν ο αγώνας αυτός μπορούν να το γνωρίζουν μόνοι οι  παλιοί μου συναγωνιστές.

Μπορώ να πω ότι για μένα από το έτος 1914 ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Εγώ συνέχισα τον αγώνα μόλις  μπόρεσα να μιλήσω και διέσχισα τη χώρα από τόπο σε τόπο, μίλησα επανειλημμένα, εργάστηκα, με μοναδική μου σκέψη πάντα να λυτρώσω το γερμανικό έθνος από τη διάλυση, να το αποσπάσω από τον λήθαργό του, να το ξυπνήσω από τον ύπνο του και να το συγκροτήσω πάλι σε μια ενσυνείδητη δύναμη.

Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών δεν βρήκα μόνο πολιτικούς συναγωνιστές, αλλά και αναρίθμητους ανθρώπους που μας βοήθησαν μόνο μέσω της εργασίας  τους. Άνδρες και γυναίκες που έδωσαν τη ζωή τους για το κόμμα, το οποίο ήταν γι’ αυτούς το παν. Οι άλλοι, για παράδειγμα οι κακομοιριασμένοι αστοί, καθόλου δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι σήμαινε ο Εθνικοσοσιαλισμός για τόσες οικογένειες, για τους ανθρώπους που ολόκληρη τη μέρα σκέπτονταν μόνο το  Κίνημα, οι οποίοι έδωσαν το πάν γι’  αυτό, οι οποίοι εργάζονταν γι’ αυτό και πρόσφεραν κάθε θυσία γι’ αυτό.  Σήμερα ολόκληρο το έθνος το γνωρίζει. Γιατί ό,τι αποτελείτο πριν από μικρές μόνο ομάδες, είναι σήμερα τα εκατομμύρια των Γερμανών συμπατριωτών, οι οποίοι σπεύδουν στα γραφεία συγκεντρώσεως ζεστών ενδυμάτων και δίνουν τώρα, ως μέλη της κοινότητάς μας, για τον στρατό μας, για τους στρατιώτες μας, τα τελευταία τους γουναρικά ή πουλόβερ.


Τα πάντα για τους στρατιώτες!
Την ευτυχία αυτή, που έχουν σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι, να μπορούν δηλαδή να υπηρετούν μια υπόθεση, να μπορούν να προσφέρουν θυσίες γι’ αυτή, την ευτυχία αυτή την είχαν τότε μόνο οι λίγοι εθνικοσοσιαλιστές του κινήματός μας. Το πόσο μεγάλη ήταν η ευτυχία τους, μπορούν να το κατανοήσουν μόνο αυτοί που σήμερα μπορούν να πουν για τον εαυτό τους: «Κάνω τα πάντα για τον λαό μου, τα πάντα για τους στρατιώτες μας, για να μπορέσουν ν' αντέξουν στον υπέρ όλων ημών αγώνα τους!».

Ακριβώς από την τότε μικρή κίνησή μας, δημιουργήθηκε η γερμανική λαϊκή κοινότητα. Ναι μεν με αργό ρυθμό, πάντως όμως δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς. Χρειαζόταν χρόνος. Αλλά δημιουργήθηκε. Ο αγώνας αυτός για την υπόθεση του λαού μας δεν διεξήχθη βέβαια χωρίς διακοπές, με μια δηλαδή αδιάσπαστη ανοδική πορεία. Ήλθαν και ημέρες φοβερής αμηχανίας, περίοδοι μεγάλων οπισθοδρομήσεων. Δεν έχω παρά να σας θυμίσω το έτος 1923. Αγωνίστηκα τότε. Στις περιοχές του Ρουρ βρίσκονταν οι εχθροί μας. Η Γερμανία είχε καταστραφεί από τον πληθωρισμό. Ολόκληρος ο γερμανικός λαός φαινόταν να περιέρχεται σε μια άνευ προηγουμένου εξαθλίωση. Μα πάνω από όλα, θριάμβευε ο εβραίος. Αποκόμιζε κέρδη από τη δική μας δυστυχία. Τότε προσπάθησα ως άνδρας να αναλάβω τα ηνία της  διοικήσεως, για να θέσω φραγμό σε όλα αυτά. Όμως, τη στιγμή που πίστευα ότι θα ανελάμβανα την Αρχή, η τύχη με έριξε κατά γης και, αντί να αναλάβω την Αρχή, πήγα στη φυλακή. 

Την εποχή ακριβώς εκείνη, η κίνησή μας έπρεπε να διατηρηθεί, όπως, άλλωστε, και εγώ ο ίδιος. Και τώρα μου επιτρέπεται να πω ότι τη στιγμή εκείνη, μόλις συνήλθα, πήρα πάλι νέο θάρρος και ανέκτησα την παλιά μου πίστη. Οι εχθροί μου έλεγαν: «Τώρα είναι νεκρός. Δεν πρέπει καθόλου να τον λαμβάνουμε υπ’ όψιν, ούτε καν να τον αναφέρουμε. Ο εθνικοσοσιαλισμός είναι μια τελειωμένη υπόθεση». Όμως, μετά από 13 μήνες, επανήλθα και άρχισα πάλι από την αρχή. Και πιστεύω ότι αυτό ήταν το πιο κρίσιμο γεγονός για το κόμμα μας.

Συνέχεια στο Γ Μέρος

RV