Τρίτη 1 Μαΐου 2018

30 Ιανουαρίου 1942 ομιλία Αδόλφου Χίτλερ στο Sportpalast του Βερολίνου



Ολόκληρη η συγκλονιστική ομιλία του Χίτλερ την οποία εκφώνησε στις 30 Ιανουαρίου του 1942 στο Sportpalast του Βερολίνου  και εκδόθηκε στην Ελλάδα το ίδιο έτος από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών



Γερμανοί συμπατριώτες και συμπατριώτισσές μου!


Συναγωνιστές μου!


Την εποχή αυτή καθένας απευθύνεται προς τους ακροατές εκείνους που του φαίνονται οι καταλληλότεροι. Κάποιος μπορεί να μιλά μπροστά σ' ένα κοινοβούλιο, του οποίου η ύπαρξη, η σύνθεση και η δημιουργία μάς είναι αρκετά γνωστά. Εγώ όμως πιστεύω ότι αυτήν εδώ τη μέρα οφείλω να επανέλθω εκεί απ' όπου προήλθα, δηλαδή στον λαό. Όλοι όσοι βρίσκονται μπροστά μου είναι και εκπρόσωποι του λαού, με τη διαφορά ότι δεν λαμβάνουν αποζημίωση γι' αυτό, και ότι συναντούν μεγαλύτερες δυσκολίες να προσέλθουν σε μια τέτοια συγκέντρωση, παρά όσες οι καλούμενοι εξ επαγγέλματος εκπρόσωποι των  Δημοκρατιών.


Πριν μπούμε στο δέκατο έτος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Ράιχ, πρέπει να ρίξουμε ένα βλέμμα στο παρελθόν και ν' ασχοληθούμε ακόμη μια φορά με τα αίτια της ύπαρξής μας, της εξέλιξής μας και της νίκης μας.


Ακούμε σήμερα να λέγεται πολλές φορές ότι ο σημερινός πόλεμος είναι στην πραγματικότητα ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Συνδέουν, δηλαδή, τον πόλεμο αυτόν με τον πρώτο, τον οποίο οι περισσότεροι από εμάς ζήσαμε ως στρατιώτες. Αυτό μας φαίνεται σωστό, όχι μόνο γιατί και ο σημερινός πόλεμος εκτείνεται ήδη πραγματικά σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, αλλά ακόμη περισσότερο όταν αναλογιστούμε πως οι ίδιες δυνάμεις, οι οποίες προκάλεσαν τον πρώτο πόλεμο, είναι υπεύθυνες και για τον σημερινό και ότι οι ίδιοι παράγοντες και οι ίδιες  δυνάμεις επιδιώκουν και σήμερα τους ίδιους σκοπούς, τους οποίους ίσως δεν είπαν ότι επεδίωκαν αρχικά, αλλά όμως κατά βάθος αυτές υπήρξαν και τότε οι επιδιώξεις του αγώνα τους. Δεν είναι μόνο τα ίδια αίτια, αλλά είναι προπαντός και τα ίδια υπεύθυνα πρόσωπα. Μπορώ εν προκειμένω να πω με υπερηφάνεια ότι εξαίρεση αποτελούν εκείνα ακριβώς τα κράτη που παρουσιάζονται σήμερα ως σύμμαχοι: η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία.


Αλλά κανείς δε μπορεί ν' αμφισβητήσει ότι ήδη πριν από το 1914 ο Τσώρτσιλ ήταν ένας εκ των πλέον ταπεινών υποκινητών του πολέμου εκείνης της εποχής, ότι ο κύριος Ρούζβελτ ήταν τότε το τσιράκι του Προέδρου Ουίλσον, ότι οι σημερινοί άνθρωποι του καπιταλισμού  έριξαν και τότε το βάρος της επιρροής τους στην πλάστιγγα υπέρ του πολέμου, ενώ αντιθέτως, κανείς δε μπορεί ν' αμφισβητήσει ότι εμείς υπήρξαμε απολύτως ανεύθυνοι για τον τότε πόλεμο.


Ήμασταν όλοι απλοί στρατιώτες, ακριβώς όπως βρίσκεστε τώρα εσείς μπροστά μου, αγαπητοί μου τραυματίες, άγνωστοι, ανώνυμοι, εσείς που σας κάλεσε απλώς το καθήκον και τίποτα περισσότερο. Ήμασταν, δηλαδή, άνδρες οι οποίοι τότε απλώς εξετέλεσαν το καθήκον τους με όσο πιο ευσυνείδητα μπορούσαν. 


Οι ίδιες κινητήριες δυνάμεις, οι οποίες υπήρξαν αφορμή για τον πρώτο, είναι υπεύθυνες και για τον δεύτερο αυτόν παγκόσμιο πόλεμο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονίσω το εξής: Η Γερμανία της εποχής εκείνης ήταν μοναρχία, δεν ήταν εθνικοσοσιαλιστική δικτατορία. Η Γερμανία της εποχής εκείνης ήταν δημοκρατική, συνεπώς δεν ήταν Εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος. Ήταν κοινοβουλευτική, δεν ήταν δηλαδή αυτό που είναι σήμερα η Γερμανία, για να μην αναφέρουμε τις υπόλοιπες διαφορές.




Η «ανεπιθύμητη» μορφή του πολιτεύματος

Πρέπει συνεπώς να υπάρχουν αίτια, άσχετα με τη  μορφή του πολιτεύματος, τα οποία ώθησαν και τότε όπως και σήμερα στην εναντίον μας επίθεση, μολονότι οι εχθροί μας ισχυρίζονται ότι αφορμή και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε η μορφή του πολιτεύματος.

Πράγματι, εμείς οι Γερμανοί δε μπορούμε καν να φανταστούμε ότι, εάν κάποιος λαός αιφνιδίως προσχωρήσει σε μια νέα πολιτειακή μορφή, θα πρέπει εμείς να δηλώσουμε ότι οφείλουμε να κηρύξουμε εναντίον του τον πόλεμο, αποκλειστικώς και μόνο επειδή η συγκεκριμένη πολιτειακή μορφή μάς είναι ανεπιθύμητη. Αυτό είναι κάτι που δεν το κατανοούμε, και φυσικά ούτε και οι άλλοι το λένε σοβαρά. Και δεν μπήκαν στον πόλεμο επειδή η πολιτειακή μορφή τους προκάλεσε καθ' οιονδήποτε τρόπο. Όχι! Αντιθέτως, είναι ικανοί ν'  αγκαλιάσουν στην ανάγκη και την πιο χυδαία μορφή πολιτεύματος και να συναδελφώνονται μαζί της. Όχι, χίλιες φορές όχι! Δεν πρόκειται περί αυτού. Δεν είναι η μορφή του πολιτεύματος, αλλά άλλοι λόγοι, οι οποίοι τους είχαν ήδη το 1914 ωθήσει σε πόλεμο εναντίον του Γερμανικού Ράιχ.


Η Αγγλία εναντίον της ηπείρου

Η Αγγλία ήταν τότε ο κύριος υποκινητής εναντίον της Γερμανίας. Η Αγγλία εκείνη, η οποία κατά τη διάρκεια 300 ετών καθυπέταξε, διά της βίας και μόνον, μετά από πολυάριθμους αιματηρούς πολέμους, το ένα τέταρτο περίπου της όλης επιφανείας της γης. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν έφτασαν μια μέρα Ινδοί ηγεμόνες, ή ινδικές φυλές ή αντιπροσωπείες τους στο Λονδίνο με την παράκληση: «Άγγλοι, ελάτε στην Ινδία και κυβερνήστε μας», αλλά οι Άγγλοι είναι που πήγαν στην Ινδία και μάλιστα παρ' όλο που οι Ινδοί δεν τους ήθελαν καθόλου. Πήγαν εκεί δια της βίας και δεν ήταν δυνατόν να εκδιωχθούν πλέον. Μόνο δια της βίας καθυπέταξαν την τεράστια αυτή περιοχή, με τα 380 περίπου εκατομμύρια των ανθρώπων της, και την κράτησαν υπό τον ζυγό τους. Μόνο δια της βίας κατέστησαν τα κράτη, το ένα μετά το άλλο, φόρου και τόκων υποτελή τους.


Πίσω απ' όλα αυτά βρίσκεται φυσικά μια άλλη δύναμη, που εμείς την γνωρίζουμε καλά, η δύναμη εκείνη, η οποία οσφραίνεται επιχειρήσεις παντού όπου υπάρχει ανησυχία: ο διεθνής εβραϊσμός.


Έτσι η Αγγλία, μόλις μέσα σε λίγους αώνες, κυρίευσε τον κόσμο και για να εξασφαλίσει την κατάκτησή της αυτή και την καταδυνάστευση των λαών, προσπάθησε να διατηρήσει τη λεγόμενη «ισορροπία δυνάμεων» στην Ευρώπη. Αυτό που με άλλα λόγια επεδίωξε ήταν κανένα ευρωπαϊκό κράτος να μην μπορέσει να υπερβεί ένα ορισμένο όριο δύναμης, προφανώς για να μην φτάσει ν' αναλάβει πρωτεύοντα ρόλο στην Ευρώπη. Εκείνο που ήθελαν οι Άγγλοι ήταν η κατατετμημένη και ουσιαστικά διαλυμένη Ευρώπη· μια Ευρώπη της οποίας οι δυνάμεις θα κρατούνται αιωνίως δέσμιες. Για να πετύχει τον σκοπό αυτόν, η Αγγλία διεξήγαγε εναντίον της Ευρώπης τον έναν πόλεμο μετά τον άλλον.


Κατ' αρχάς, θεώρησε ότι απειλείτο η κυριαρχία της από την Ισπανία. Αφού τελικά νίκησε την Ισπανία, έστρεψε την προσοχή της προς τις Κάτω Χώρες. Και όταν, ακολούθως, αντελήφθη ότι η Ολλανδία δεν αποτελούσε πλέον κανέναν κίνδυνο, το βρετανικό μίσος συγκεντρώθηκε εναντίον της Γαλλίας. Και όταν η  Γαλλία συνετρίβη, με τη βοήθεια σχεδόν όλης της Ευρώπης, οι Άγγλοι είδαν στη Γερμανία τον παράγοντα εκείνο, που θα μπορούσε ίσως να ενώσει την Ευρώπη. Τότε, λοιπόν, άρχισε ο αγώνας εναντίον της Γερμανίας, φυσικά όχι από αγάπη για τους άλλους λαούς, αλλά προς εξυπηρέτηση των δικών τους εγωιστικών συμφερόντων. Πίσω τους στεκόταν ο αιώνιος εβραϊσμός, ο οποίος γνωρίζει να επωφελείται και να κερδίζει από κάθε διαμάχη μεταξύ των λαών.


Όταν το 1914 για πρώτη φορά κατέστη δυνατόν να σχηματιστεί ο πρώτος παγκόσμιος συνασπισμός εναντίον του τότε Γερμανικού Ράιχ, προέβαλαν μερικά προσχήματα ως αιτιολογίες. Έλεγαν τότε: «Η Γερμανία πρέπει να ελευθερωθεί πρώτα από τον Κάιζερ της». Φυσικά, αυτό δεν αφορούσε τους Άγγλους, αλλά ήταν μια εσωτερική υπόθεση του γερμανικού έθνους. Αλλά οι Άγγλοι σκοτίζονται πάντα για τους άλλους λαούς και έτσι ήθελαν να ελευθερώσουν τη Γερμανία από τον Κάιζέρ της. Έλεγαν, ακόμη, ότι ο μιλιταρισμός ήταν εκείνος που έχει καταπίεζε τον γερμανικό λαό δυστυχή και τον είχε κάνει δυστυχισμένο. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι οι Άγγλοι είναι πάντοτε εναντίον των καταπιέσεων και  εναντίον της δυστυχίας που βαραίνει τους ώμους των λαών… Διαβεβαίωναν, τέλος, ότι: «Πρέπει να δοθεί ένα τέλος στον πόλεμο. Πόλεμος λοιπόν εναντίον του πολέμου!»


Μια θαυμάσια, δελεαστική, εξαίσια προοπτική! Εάν τη χρησιμοποιούσαν αναδρομικώς, δηλαδή αν έλεγαν «εμείς οι Άγγλοι παραδεχόμαστε ότι ο πόλεμος είναι μια αδικία, γιατί σ' αυτόν αποφασίζει μόνον η κτηνώδης βία και γι' αυτόν τον λόγο θέλουμε να απομακρύνουμε δια παντός τη βία και να ακυρώσουμε ό,τι έχει δημιουργηθεί διά της βίας», αυτό θα ήταν φυσικά μια δυσκολότατη απαρχή, γιατί ολόκληρος ο κόσμος δημιουργήθηκε ως εδώ σύμφωνα με την αρχή του δικαίου του ισχυρότερου. 


Πάντως, θα ήταν θαυμάσιο αν η Αγγλία αποστρεφόμενη τον πόλεμο, έδινε πρώτη αυτή το παράδειγμα στον κόσμο και δεν επωφελούταν των αποτελεσμάτων των πολέμων της και τα έθετε πάλι στη διάθεση των συγχρόνων της εθνών. Εάν η Αγγλία ήθελε να το πράξει αυτό και δήλωνε ότι «εμείς απεχθανόμαστε τον πόλεμο και εγκαταλείπουμε την Ινδία, που την αποκτήσαμε με πόλεμο, και εγκαταλείπουμε την Αίγυπτο, γιατί και την Αίγυπτο την καθυποτάξαμε μόνο διά της βίας, παραιτούμαστε λοιπόν για τον λόγο αυτό από ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, την οποίαν καταλάβαμε επίσης βίαια», αυτό βεβαίως θα ήταν μια θαυμάσια χειρονομία για να κηρύξει κανείς με αυτόν τον τρόπο τον πόλεμο στον πόλεμο!
 


«Πόλεμος κατά του πολέμου!»

Αλλά με το σύνθημα «πόλεμος κατά του πολέμου», οι Άγγλοι εννοούν κάτι άλλο: την παρεμπόδιση κάθε δυνατότητας ν' αποκατασταθεί κάποτε η αδικία που γίνεται στον κόσμο. Με αυτό το σύνθημα εννοούν να καταστήσουν τους ισχυρούς ισχυρότερους και τους ασθενείς ασθενέστερους. Είναι περίπου το ίδιο με αυτό που συμβαίνει και στην εσωτερική πολιτική των εθνών.  Μερικοί αστοί λένε: «Δεν θέλουμε καμιά μεταβολή της κοινωνικής τάξεως. Όποιος είναι πλούσιος, ας μείνει πλούσιος. Και όποιος είναι φτωχός, ας μείνει φτωχός. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, έτσι τα θελήσαμε και όπως τα θελήσαμε, έτσι και πρέπει να μείνουν. Και ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να εξεγερθεί εναντίον εκείνου που εμείς θελήσαμε, γιατί αυτό είναι δεδομένο».


Γνωρίζετε, συμπατριώτες μου, την άποψη που εμείς αντιτάσσουμε, την εθνικοσοσιαλιστική άποψη. Εμείς, βλέπουμε σε κάθε κατάσταση και σε κάθε περίοδο της παγκοσμίου ιστορίας τα αποτελέσματα μιας αδιάκοπης εξελικτικής λειτουργίας της ζωής, και μας είναι αδύνατον να πούμε ότι σε μια ορισμένη στιγμή «τώρα θα σταματήσει αυτή η εξέλιξη». Είναι φυσικός νόμος της εξέλιξης όλων των πραγμάτων ότι οποιαδήποτε στείρωση της εξελικτικής λειτουργίας της ζωής οδηγεί μοιραία στον θάνατο.


Έγκειται στη φύση των πραγμάτων να εξυψώνεται και να διακρίνεται ο πιο ικανός. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει στην εσωτερική ζωή των εθνών να αφήνεται στον ικανότερο ο δρόμος εντελώς ελεύθερος και να μην περιορίζεται από κοινωνικούς κανόνες. Πρέπει να καταβληθεί φροντίδα, ώστε από κάτω προς τα πάνω να ρέει ποταμός υγιούς αίματος και ό,τι στα πάνω είναι σάπιο και πρέπει να πεθάνει, διότι είναι ώριμο για θάνατο, να πεθάνει πραγματικά.


Το σύνθημα «πόλεμος εναντίον του πολέμου» ήταν, κατά συνέπεια, μια εντελώς ψευδής φράση. Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι τη στιγμή κατά την οποία έληγε ο πόλεμος, δεν κατέστη δυνατόν να εξαλειφθούν οι προϋποθέσεις που θα οδηγούσαν σε νέο, αλλά ούτε και τα μέσα για την διεξαγωγή νέων πολέμων. Θα ήταν μια θαυμάσια χειρονομία, εάν μετά τον αφοπλισμό της Γερμανίας, αφοπλίζονταν –όπως εγγυώντο οι συνθήκες– και η Αμερική, η Αγγλία και η Γαλλία. Τους το υποδείξαμε πολλές φορές. Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης παρακαλέσαμε και αργότερα απαιτήσαμε να το κάνουν. Αλλά αυτοί ούτε  καν το σκέφτηκαν. Αντιθέτως, οι πόλεμοι συνεχίζονταν και μόνο στον μοναδικό ηττημένο, στον γερμανικό λαό, απαγορεύτηκε να προσπαθήσει να μεταβάλει προς  το ευνοϊκότερο την ύπαρξή του στον κόσμο.


Οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν όμοιες με τις σημερινές.  Αρχικά αγώνας απ' έξω, με τη δημιουργία συνασπισμών. Πρέπει κανείς να έχει την αναισχυντία του Τσώρτσιλ για να πει σήμερα: «Η Αγγλία ποτέ δεν υπήρξε ικανή να διεξαγάγει πόλεμο κατά της Ιταλίας ή της Γερμανίας μόνο με τις δικές της δυνάμεις». Αυτός ο ίδιος ο Τσώρτσιλ συνεπώς ομολογεί ότι θα ήταν ανίκανος να πολεμήσει μόνος. Αλλ' αυτός ο ίδιος επί σειρά ετών έδινε, μέσω του προκατόχου του, υποσχέσεις εγγυήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο. Έτρεχαν δεξιά και αριστερά και διαβεβαίωναν όλα τα κράτη του κόσμου: «Η Μεγάλη Βρετανία, με όλες της τις δυνάμεις, θα βρίσκεται στο πλευρό σας και θα σας προστατεύει». Και σήμερα, ο ίδιος αυτός αρχιψεύτης λέει: «Δεν είμαστε διόλου σε θέση να διεξαγάγουμε μόνοι τον πόλεμο». Και αυτό είναι αληθές! Δεν ήταν σε θέση να διεξαγάγουν και τον παγκόσμιο πόλεμο μόνοι τους. ΓΙ' αυτό και σκαρφίστηκαν ένα συνασπισμό παγκοσμίου ευρύτητας.


Μετήλθαν τις ίδιες μεθόδους: Υποσχέσεις προς όλους τους μωρόπιστους, τους εύπιστους ή τους ηλίθιους, οι οποίοι θέλησαν να πέσουν στην παγίδα και πράγματι έπεσαν σ' αυτήν. Κατά τα λοιπά, έγινε προσπάθεια να χυθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ξένο αίμα για τα αγγλικά συμφέροντα.

Έτσι, η Βρετανική Αυτοκρατορία, κατά την πορεία των τετρακοσίων ετών της δημιουργίας της, δεν έχασε παρά μόνο το δέκα τοις εκατό του αίματος που η Γερμανία αναγκάστηκε να χύσει σε πολέμους για να υπερασπιστεί, μόνη της, την ύπαρξή της. Αλλά παρ' όλ' αυτά μείναμε πάντα μικρότεροι και φτωχότεροι.


Ότι έτσι είχαν τότε τα πράγματα πρέπει να αποδοθεί στις εσωτερικές μας διαιρέσεις. Την εποχή που η Βρετανική Αυτοκρατορία ιδρυόταν, η Γερμανία περιερχόταν σε αδυναμία με δική της υπαιτιότητα. Κυριαρχούσαν τότε ιδέες, τις οποίες εμείς σήμερα δεν κατανοούμε, ιδέες θρησκευτικής φύσεως, οι οποίες δυστυχώς επιβλήθηκαν με τα όπλα, ιδέες οι οποίες αποδείχθηκαν τερατώδεις στις συνέπειές τους, παρ’ όλο που ως προς το περιεχόμενό τους εμφανίζονται σε εμάς σήμερα ως άνευ σπουδαιότητας. Ακριβώς οι τρομερές αυτές εσωτερικές θρησκευτικές διαμάχες, οι οποίες στοίχησαν στον γερμανικό λαό άφθονο αίμα, έδωσαν την ίδια εποχή στην Αγγλία τη δυνατότητα να προβάλει αξιώσεις κυριαρχίας του κόσμου, αξιώσεις για τις οποίες δεν ήταν άξια ούτε λόγω του αριθμού του πληθυσμού της, ούτε λόγω της σπουδαιότητάς της. Διότι, πρέπει διαρκώς να το τονίζω, δεν είμαστε εμείς οι Γερμανοί οι νεόπλουτοι. Αν θέλει κανείς να μιλήσει για νεόπλουτους, τότε μάλλον για τους  Άγγλους πρέπει να μιλήσει και όχι για εμάς. Εμείς έχουμε ιστορία παλαιότερη από τη δική τους. Την εποχή που η Ευρώπη γνώριζε ένα τεράστιο καϊζερικό Ράιχ, η Αγγλία ήταν μία εντελώς ασήμαντη πράσινη νήσος.


1918: Μια χυδαία ανταρσία

Κατά τον προηγούμενο παγκόσμιο πόλεμο, είδαν τη δυνατότητα μιας τέτοιας διαιρέσεως από μία άλλη οπτική γωνία. Εφόσον πλέον τα θρησκευτικά ζητήματα δεν  ήταν ικανά να οδηγήσουν σε αιματοχυσίες –ακόμη και οι ίδιοι οι ιερείς δεν ήταν πλέον πρόθυμοι να θυσιαστούν για τις ιδέες αυτές– , και αφού διαπίστωσαν ότι ο γερμανικός λαός ήταν αδύνατον να εμπλακεί σε ένα νέο εμφύλιο πόλεμο, ανακάλυψαν μάα νέα δυνατότητα: τις κομματικές διαμάχες.



Τις ζήσαμε τότε τις διαμάχες αυτές: Κόμματα της δεξιάς και της αριστεράς, και αυτά διαιρεμένα σε άλλα μικρότερα, μισή δωδεκάδα αστικές και μισή δωδεκάδα προλεταριακές μερίδες. Και μέσω των κομμάτων αυτών, από το Αστικό και το Κεντρώο μέχρι το Κομμουνιστικό Γερμανικό Κόμμα, κατόρθωσαν να υποσκάψουν και να αποσυνθέσουν βαθμιαία το εσωτερικό μέτωπο του γερμανικού λαού. Κι όμως, η πορεία του πολέμου υπήρξε ένδοξη. Τα έτη 1914-1918  αποδεικνύουν ότι δεν νίκησε ο εχθρός. Αυτό που οδήγησε τη Γερμανία στην καταστροφή ήταν μια χυδαία ανταρσία, υποκινούμενη από μαρξιστές, από οπαδούς του κέντρου, από φιλελεύθερους και καπιταλιστές. Και πίσω απ' αυτούς, ως κινητήριος δύναμη, ο αιώνιος εβραίος.



Σήμερα, γνωρίζουμε από δηλώσεις των ίδιων των Άγγλων, ότι το 1918 είχαν φτάσει στο έσχατο όριο της αντοχής τους και ότι βρίσκονταν στο χείλος της κατάρρευσής τους, όταν ακριβώς «στο παρά πέντε» πέτυχαν την ποθητή γι’ αυτούς ανταρσία στη Γερμανία. Σ' αυτή προστέθηκε η δειλία της τότε κυβέρνησης, η αναποφασιστικότητά της, τα ημίμετρα και η έλλειψη της ίδιας της ασφάλειας. Και μόνο έτσι κατέστη δυνατόν να χάσουμε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι λόγω της αξίας των αντιπάλων μας, αλλά αποκλειστικώς με δική μας υπαιτιότητα.

Οι συνέπειες της κατάρρευσης του Νοεμβρίου 1918 δεν ήταν βέβαια η υποδοχή της Γερμανίας στις ανοιχτές αγκάλες της παγκόσμιας Δημοκρατίας, δεν ήταν οι φροντίδες των άλλων για την απελευθέρωση του γερμανικού λαού από τα βάρη του, δεν ήταν η ανύψωση του γερμανικού λαού σε ένα ανώτερο επίπεδο πολιτισμού. Αυτό δεν μπορούσαν να το πράξουν, γιατί οι ίδιοι βρίσκονταν σε χαμηλότερο πολιτισμικό επίπεδο. Μοναδική συνέπεια υπήρξε η φοβερότερη κατάρρευση πολιτικής και οικονομικής μορφής, που γνώρισε ποτέ λαός.

Τότε μας ήρθε ένας άνθρωπος που προξένησε στον γερμανικό λαό ανυπολόγιστη ζημία: Ο Γούντροου Ουίλσον· ο άνθρωπος ο οποίος ψευδόταν ασύστολα όταν έλεγε ότι αν η Γερμανία κατέθετε τα όπλα θα κέρδιζε μια ειρήνη συνδιαλλαγής και συνεννοήσεως, ότι δεν θα έχανε τις αποικίες της, και ότι αργότερα θα επιχειρείτο μόνο ένας δίκαιος διακανονισμός των αποικιακών προβλημάτων· ο άνθρωπος ο οποίος ψευδόταν όταν έλεγε ότι συνέπεια θα ήταν μια γενική συνεννόηση και ότι θα γινόμασταν δεκτοί ως ισότιμοι σε μια κοινωνία όλων των λαών. Ψευδόταν ακόμη όταν έλεγε ότι θα εξέλειπε η μυστική διπλωματία και ότι τέλος ένας νέος αιώνας ειρήνης, ισότητας,  λογικής κ.λπ.. θα αποκαθιστούσε την ειρήνη στον κόσμο. Το τσιράκι του υποκριτή αυτού ήταν ο σημερινός Πρόεδρος Ρούζβελτ. Ήταν το δεξί του χέρι.  Και όμως τον άνθρωπο αυτόν τον είχε εμπιστευθεί τότε ο γερμανικός λαός.
   

Συνέχεια στο Β μέρος


RV