Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Το ιδιαίτερο νόημα της επετείου της Αλώσεως της Πόλης


Η πεντακοσιοστή εξηκοστή τέταρτη επέτειος της αποφράδας ημέρας, της τραγικής εκείνης  ημέρας για την Ελλάδα και την Ευρώπη, αποκτά ένα πολύ ιδιαίτερο νόημα, σήμερα, που βρισκόμαστε ενώπιον μίας νέας Αλώσεως, την οποία αντιμετωπίζουμε πάλι με περισσή παθητικότητα και διάθεση υποταγής.


Υποταγή με τη μορφή της συμφιλίωσης: O Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παραχωρεί τα προνόμια του Πατριαρχείου στον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο. Ψηφιδωτό από τον Πατριαρχικό Οίκο στην Κωνσταντινούπολη

Η επέτειος αυτή κάποτε, σε πολύ παλαιότερα χρόνια, χρησίμευε για να υπενθυμίσει στον σκλάβο Έλληνα το χρέος του να ξεσηκωθεί και να επανακτήσει την ελευθερία του και τα κατεχόμενα από τους αλλόφυλους κατακτητές εδάφη. Αλλά υπήρχαν πάντα αυτοί που παρουσιάζονταν σαν οδηγοί του και επεδίωκαν, και κατάφερναν, να τον κρατούν με το κεφάλι σκυμμένο, τάζοντάς του, όχι την Πόλη των Ονείρων του, όχι την ελευθερία του, αλλά έναν μακρινό παράδεισο που θα τον αποζημίωνε για τα δεινά του. Οι όμοιοί τους εξάλλου ήταν αυτοί που είχαν ουσιαστικά παραδώσει την Πόλη, είτε αποχαυνώνοντας τον λαό και καθιστώντας τον ανέτοιμο και αδιάφορο για τη μάχη είτε ανοίγοντας την Κερκόπορτα. Ας μην ξεχνάμε τα λόγια του Παλαμά για την προ της Αλώσεως στάση της Πόλης: «Και ήταν οι καιροί που η Πόλη/ πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε/και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε/και καρτέραγ' ένα μακελάρη […] Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει» (από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου). 


Στα χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση του ’21 και τους επακόλουθους πολέμους για ανεξαρτησία ως τη Μικρασιατική Ήττα, απελευθερώθηκε, τρόπον τινά, ένα μέρος μόνο της κατεχόμενης Ελλάδας. Αλλά η αίσθηση του καθήκοντος έσβησε σιγά σιγά.
Ο σύγχρονος Έλληνας δεν έχει κρατήσει ούτε την περηφάνια του, ούτε την ανάμνηση του χρέους του. Το αντίθετο. Δυστυχώς, η Ελλάδα με την παθητική αποδοχή των αλλόφυλων εισβολέων έγινε η Κερκόπορτα της Ευρώπης και κινδυνεύει να μείνει ως τέτοια στην ιστορία.
Όμως, ο σύγχρονος Έλληνας, όσο παρηκμασμένος κι αν είναι, έχει κρατήσει καθαρό κι ανόθευτο το ΑΙΜΑ του, αναγκαία προϋπόθεση για τον ξεσηκωμό του. Η νέα άλωση που βιώνουμε σήμερα, την οποία, αν δεν υπάρξει αντίσταση, θα ακολουθήσει η «αφομοίωση», η «ένταξη και η ενσωμάτωση» των δήθεν προσφύγων, η επιβολή και η κυριαρχία των αλλόφυλων δηλαδή, έχει στόχο τη νέα υποδούλωση. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν θα κάνουν το λάθος να αφήσουν το αίμα απείραχτο.

Ενάντια σε αυτό το σχέδιο που υλοποιείται ήδη, ένα σχέδιο ενάντια στον Λευκό Κόσμο, ο αγώνας είναι πολυμέτωπος: αγώνας ενάντια στα κηρύγματα περί «μη υπάρξεως καθαρής» φυλής, ενάντια στα κηρύγματα περί ελληνοτουρκικής φιλίας, περί μεγάλης δήθεν Ελλάδας που θα περιλαμβάνει και αλλόφυλους, ενάντια στα ύποπτα κηρύγματα που ακούγονται «εθνικιστικά» και τα οποίααντικαθιστούν τη φυλή με την «ταυτότητα», την ελεύθερη Ελλάδα με μια πολυφυλετική Ομοσπονδία, και που με το αντιευρωπαϊκό τους πνεύμα σπρώχνουν την Ελλάδα προς την Ανατολή. Ως εκ τούτου, αγώνας ΥΠΕΡ της καθαρότητας του αίματος και του πνεύματος, υπέρ του ευρωπαϊκού πολιτισμού, της κοινής μας Παράδοσης με τα αδέλφια μας, υπέρ της αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας. Με λίγα λόγια, ΥΠΕΡ της επιβίωσής μας, υπέρ της συνέχισης της ύπαρξής μας ως Ελλήνων και Ευρωπαίων στους αιώνες των αιώνων.


Για τον σκοπό αυτό, όσο κι αν φανεί αιρετικό, ας τελειώνουμε με τους μύθους και τους θρύλους που πλέον έχουν καταντήσει παραμύθια. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Ιωάννη Συκουτρή (από το βιβλίο Η σχέσις μας προς την Αρχαιότητα, εκδ. Θούλη 2016): «…Ουδενός βασιλέως πολεμιστού, ουδεμιάς μάχης, ουδενός ανδραγαθήματος η ανάμνησις από τ’ αναρίθμητα της Βυζαντινής ιστορίας διετηρήθη εις του λαού την ανάμνησιν. Αυτός ο Διγενής, με τους σκληρούς και τραχείς του αγώνας εναντίον των εχθρών της πίστεως, εξανεμίζεται εις ήρωα παραμυθιού ─χάνει τα στοιχεία εκείνα, που θα ημπορούσαν να τον κάμουν υπόδειγμα και ηθικήν δύναμιν διά τον εθνικόν αγώνα. Δεν αγωνίζεται πλέον εναντίον των Σαρακηνών· παλαίει προς τον Χάρον […]

Πολύ συχνά γίνεται παρ’ ημίν λόγος περί του δημώδους άσματος που θρηνεί την άλωσιν της Πόλεως, ενώ συγχρόνως διακηρύσσει την ελπίδα της ανακτήσεως.  Είναι βεβαίως συγκινητική αυτή η καρτερική ελπίς αμέσως μετά την συμφοράν την μεγάλην, μέχρι τινός είναι ακόμη και χρήσιμος εις μίαν εποχήν, που αποτελεί δι’ ένα έθνος σημαντικόν κεφάλαιον και το να ημπορή να ελπίζη και να περιμένη. Αλλά δεν πρέπει να αυταπατώμεθα. Δυνάμεις εθνικής δράσεως από την προσδοκίαν  αυτήν ήτο αδύνατον να περιμένωμεν. Είναι εκδήλωσις μοιρολατρικής αδρανείας ─καθαρά ανατολικής─ και ενός μεσσιανισμού εξ ίσου αγόνου θετικώς, όπως ο μεσσιανισμός τωνΕβραίων (και η προέλευσις αυτής της προσδοκίας, όχι μόνον η μορφή της, φαίνεται καθαρά μεσσιανική-θρησκευτική. Δυστυχώς, ακόμη ουδέ αρχή δεν έγινεν εις το να μελετηθή το σημείον αυτό). Από τους σκληρούς αγώνας, που προηγήθησαν της 29. Μαΐου 1453, δεν διετήρησεν η λαϊκή μνήμη ουδέ την ελαχίστην παράδοσιν. Η Πόλις πίπτει όχι κατόπιν μάχης, αλλά κατόπιν προφορικής εντολής του Θεού, δι’ αγγέλου μεταβιβασθείσης. Ο Κωνσταντίνος δεν είναι ο ατρόμητος μαχητής, που τιμά, με την ηρωικώς απεγνωσμένην του άμυναν, χιλιετούς ενδόξου παρελθόντος την τελευτήν· δεν πίπτει ως ο Λεωνίδας με την σπάθην εις το χέρι μεταξύ τωνσυμμαχητών του.  Ο θάνατός του δεν έκαμεν εις το έθνος ούτε το πολλοστόν μέρος της φοβεράς εκείνης εντυπώσεως, που παρήγαγε το 1821 το σχοινί του Πατριάρχη. Άγγελος Θεού τον απομακρύνει από την Αγίαν Σοφίαν ─όχι από την μάχην─ διά να τον βάλη να κοιμηθή τον προσωρινόν, αλλ’ άδοξον ύπνον του. Ο ίδιος άγγελος θα τον εξυπνήση και πάλιν, και η Πόλις θ’ ανακτηθή και οι Τούρκοι θα φύγουν, όχι κατόπιν αγώνων και θυσιών, όχι όταν το ελληνικό έθνος ανανήψη και αρχίση να εργάζεται υπέρ της ελευθερίας του, αλλ’ “όταν έλθη το πλήρωμα του χρόνου”. 


Είναι προφανές. Αυτή η παράδοσις ήτο αδύνατον να δώση εις το αναγεννώμενον έθνος τα απαραίτητα ηθικά και πνευματικά στοιχεία εθνικής ελληνικής δράσεως. Και δεν είναι παράξενον, πως η Ρωσία εζήτησε και ήλπισε σοβαρά να πραγματοποιήση το μεσσιανικόν τούτο όνειρον με τας ιδικάς της δυνάμεις και διά τα ιδικά της συμφέροντα. Ο ελληνικός λαός θα επανηγύριζε το γεγονός με όχι μικροτέραν αγαλλίασιν. Ήρκει να λειτουργηθή και πάλιν η Αγία Σοφία. Αλλά πώς; Περί αυτού επαφίετο εις τον Θεόν να φροντίση…». (Πόσο επίκαιρα και τα τελευταία αυτά λόγια του Συκουτρή, σήμερα που ένα μέρος των «εθνικά σκεπτόμενων» Ελλήνων περιμένει από τους Ρώσους να εκπληρώσουν το μεσσιανικό του όνειρο προς δικό τους συμφέρον, φυσικά.  Αρκεί να λειτουργήσει πάλι η Αγια-Σοφιά…). Ακολούθως, ο Συκουτρής αποδίδει την επανάσταση του 1821 στο ότι ο Έλληνας απέκτησε συνείδηση του ότι είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων.

 Ας τελειώνουμε, λοιπόν,  με τα παραμύθια. Όχι άλλη παθητική αναμονή να ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς. Όχι άλλες ανταμοιβές στην άλλη ζωή. Όχι άλλα «χωριάτικα», αντιευρωπαϊκά κηρύγματα. Δεν είμαστε «έθνος ανάδελφο», δεν είμαστε ανατολίτες. Είμαστε Ευρωπαίοι. Όχι άλλα εγωιστικά πεισιθανάτια κηρύγματα αυτών που νιώθουν οι τελευταίοι άνθρωποι. Δεν πρέπει να είμαστε οι τελευταίοι Ευρωπαίοι. Η Φυλή δεν πρέπει να πέσει, έστω και ηρωικά μαχόμενη. Κι αν πέσει τώρα, θα πέσει ─για να χρησιμοποιήσουμε έναν γνωστό στίχο του Έλλιοτ─ «όχι με έναν βρόντο αλλά  μ’ ένα κλάμα». Κι εμείς θα μείνουμε στη μνήμη όχι «σαν χαμένες, ορμητικές ψυχές», μα σαν «κούφιοι άνθρωποι». Ειδικά, οι Έλληνες κινδυνεύουμε να μείνουμε στην ιστορία ως αυτοί που πρόδωσαν την Ευρώπη, ανοίγοντας την Κερκόπορτα. Ας αντικαταστήσουμε, λοιπόν, τις κλάψες, τα μοιρολόγια και τους θρήνους με εμβατήρια και παιάνες. Η Φυλή δεν πρέπει να πέσει, δεν πρέπει να χαθεί. Η Φυλή πρέπει να ΖΗΣΕΙ, και ηρωικά να αγωνιστεί γι' αυτό.



 

Ristorante Verona