Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Η άγνωστη εισβολή των Γιουγκοσλάβων στην Ελλάδα


Ο πρώτος πόλεμος για την υπεράσπιση της Μακεδονίας 

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1948 στο όρος Βόρας γιουγκοσλαβικές στρατιωτικές μονάδες εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος για να υποστηρίξουν τον κομμουνιστικό Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος, τα ξενόδουλα σώματα που επιδίωκαν την απόσχιση της Μακεδονίας από το ελληνικό έδαφος και την δημιουργία του ενιαίου «Μακεδονικού Κράτους».

Στην περιοχή ήταν αναπτυγμένα απο ελληνικής πλευράς το 514 και το 556 Τάγματα Πεζικού (ΤΠ).

Στις 14.30 το μεσημέρι της 8ης Σεπτεμβρίου οι άνδρες μιας ελληνικής ομάδας μάχης – 20 περίπου άνδρες με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Καπέτη– αντιλήφθηκαν την κίνηση ισχυρών δυνάμεων από το γιουγκοσλαβικό έδαφος. Οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες οι οποίες σταδιακά αναπτύχθηκαν σε σχηματισμό μάχης και συνέχισαν να κινούνται προς το ελληνικό έδαφος.

Οι δυνάμεις τους αποτελούνταν από τέσσερις λόχους τυφεκιοφόρων, δυνάμεως περίπου 100 ανδρών ο καθένας, και έναν λόχο βαρέων όπλων, όλμων και πολυβόλων. Συνολικά η δύναμη του γιουγκοσλαβικού Τάγματος έφτανε τους 480 άνδρες.

Ο διμοιρίτης ανθυπολοχαγός Ιωάννης Καπέτης αμέσως έθεσε τους άνδρες σε συναγερμό και άρχισε να λαμβάνει μέτρα άμυνας. Ο ελαφρύς όλμος των 60mm. της διμοιρίας τάχθηκε στην κορυφή του Κουτσούμπεϊ και οι λοιποί άνδρες αναπτύχθηκαν αμυντικά στους βράχους. 

Οι Γιουγκοσλάβοι συνέχισαν να προωθούνται και μια ομάδα, δύναμης 60 περίπου ανδρών, εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος. Αμέσως οι ελληνικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ. Αλλά οι Γιουγκοσλάβοι όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά απάντησαν στα πυρά και άλλες δύο ομάδες εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος, προσπαθώντας να κυκλώσουν το ελληνικό τμήμα.


Ο διμοιρίτης Καπέτης, για να μην περικυκλωθεί, διέταξε υποχώρηση στην κορυφή του Κουτσούμπεϊ. Εκεί η ελληνική διμοιρία αναπτύχθηκε αμυντικά. Κατά την υποχώρηση, ένας Έλληνας στρατιώτης, ο Βασίλειος Μωισιάδης, έχασε τον προσανατολισμό του, λόγω και της πυκνότατης ομίχλης που κάλυπτε την περιοχή και τελικά αιχμαλωτίστηκε από τους εισβολείς. Άλλοι τρεις στρατιώτες χάθηκαν, αλλά τελικά κατάφεραν να ενωθούν με τη διμοιρία, λίγο αργότερα.

Ο ανθυπολοχαγός Καπέτης κατάφερε να ενημερώσει τον 3ο Λόχο για τα συμβαίνοντα. Στις 15.15 οι άλλες δύο γιουγκοσλαβικές φάλαγγες κινήθηκαν επί της νοτιοδυτικής κλιτύος του Κουτσούμπεϊ και διείσδυσαν σε βάθος 1.500 μ. εντός του ελληνικού εδάφους και προσέβαλλαν ταυτοχρόνως το Κουτσούμπεϊ και τον Σταθμό Διοίκησης (ΣΔ) του 3ου Λόχου!

Η μάχη συνεχίστηκε, με τους Γιουγκοσλάβους να επιτίθενται ορμητικά κατά των ελληνικών θέσεων και τους Έλληνες να αμύνονται ηρωικά. Τους δύο αντιπάλους χώριζαν λίγα μόλις μέτρα και η μάχη εξελίχθηκε σε σώμα με σώμα. Μέχρι τις 17:15, η μοναχική ελληνική ομάδα μάχης αμύνονταν στις λυσσαλέες γιουγκοσλαβικές επιθέσεις.

Τότε όμως έφτασε στο πεδίο της μάχης ο 1ος Λόχος του 556ΤΠ, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί στο μεταξύ. Ο Λόχος αυτός κατέλαβε με δύο διμοιρίες τα βραχώδη αντερείσματα, ανακόπτοντας έτσι την προσπάθεια των Γιουγκοσλάβων να περικυκλώσουν τους Έλληνες μαχητές. 


Λίγο πριν αρχίσει να δύει ο ήλιος, η ομίχλη διαλύθηκε οπότε στον αγώνα εισήλθε και το Ελληνικό πυροβολικό και οι όλμοι του 556ΤΠ. Εκμεταλλευόμενοι τα πυρά υποστήριξης οι δύο ελληνικοί λόχοι εκτέλεσαν ορμητική αντεπίθεση. Με την ιαχή «αέρα» οι δύο ελληνικοί λόχοι επιτέθηκαν κατά των Γιουγκοσλάβων με εφ' όπλου λόγχη τρέποντας τους σε φυγή. Οι Γιουγκοσλάβοι άφησαν πίσω τους 17 νεκρούς (μεταξύ των οποίων δύο αξιωματικοί) και τρεις αιχμαλώτους. Επίσης εγκατέλειψαν τέσσερα οπλοπολυβόλα, επτά υποπολυβόλα, τέσσερα τυφέκια, χειροβομβίδες, ταινίες πολυβόλου και φυσίγγια αντιαρματικού τυφεκίου, όλα σοβιετικής προέλευσης. 
Οι ελληνικές απώλειες: 5 τραυματίες κι 1 αγνοούμενος

Οι αιχμάλωτοι, κατόπιν ανακρίσεως, κατέθεσαν ότι ανήκαν στο 1ο Τάγμα (οι δύο πρώτοι του 1ου Λόχου και ο τρίτος του 2ου Λόχου) της 42ης Ταξιαρχίας της ΙΙ Μεραρχίας με έδρα την βυζαντινή πόλη Μοναστήρι των Σκοπίων, την οποία η συμφωνία των Πρεσπών αναφέρει ότι πλέον θα ονομάζεται «Μπίτολα»...

πηγές:
1
2

RV