Τρίτη 1 Μαΐου 2018

30 Ιανουαρίου 1942 ομιλία Αδόλφου Χίτλερ στο Sportpalast του Βερολίνου



Ολόκληρη η συγκλονιστική ομιλία του Χίτλερ την οποία εκφώνησε στις 30 Ιανουαρίου του 1942 στο Sportpalast του Βερολίνου  και εκδόθηκε στην Ελλάδα το ίδιο έτος από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών



Γερμανοί συμπατριώτες και συμπατριώτισσές μου!


Συναγωνιστές μου!


Την εποχή αυτή καθένας απευθύνεται προς τους ακροατές εκείνους που του φαίνονται οι καταλληλότεροι. Κάποιος μπορεί να μιλά μπροστά σ' ένα κοινοβούλιο, του οποίου η ύπαρξη, η σύνθεση και η δημιουργία μάς είναι αρκετά γνωστά. Εγώ όμως πιστεύω ότι αυτήν εδώ τη μέρα οφείλω να επανέλθω εκεί απ' όπου προήλθα, δηλαδή στον λαό. Όλοι όσοι βρίσκονται μπροστά μου είναι και εκπρόσωποι του λαού, με τη διαφορά ότι δεν λαμβάνουν αποζημίωση γι' αυτό, και ότι συναντούν μεγαλύτερες δυσκολίες να προσέλθουν σε μια τέτοια συγκέντρωση, παρά όσες οι καλούμενοι εξ επαγγέλματος εκπρόσωποι των  Δημοκρατιών.


Πριν μπούμε στο δέκατο έτος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Ράιχ, πρέπει να ρίξουμε ένα βλέμμα στο παρελθόν και ν' ασχοληθούμε ακόμη μια φορά με τα αίτια της ύπαρξής μας, της εξέλιξής μας και της νίκης μας.


Ακούμε σήμερα να λέγεται πολλές φορές ότι ο σημερινός πόλεμος είναι στην πραγματικότητα ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Συνδέουν, δηλαδή, τον πόλεμο αυτόν με τον πρώτο, τον οποίο οι περισσότεροι από εμάς ζήσαμε ως στρατιώτες. Αυτό μας φαίνεται σωστό, όχι μόνο γιατί και ο σημερινός πόλεμος εκτείνεται ήδη πραγματικά σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, αλλά ακόμη περισσότερο όταν αναλογιστούμε πως οι ίδιες δυνάμεις, οι οποίες προκάλεσαν τον πρώτο πόλεμο, είναι υπεύθυνες και για τον σημερινό και ότι οι ίδιοι παράγοντες και οι ίδιες  δυνάμεις επιδιώκουν και σήμερα τους ίδιους σκοπούς, τους οποίους ίσως δεν είπαν ότι επεδίωκαν αρχικά, αλλά όμως κατά βάθος αυτές υπήρξαν και τότε οι επιδιώξεις του αγώνα τους. Δεν είναι μόνο τα ίδια αίτια, αλλά είναι προπαντός και τα ίδια υπεύθυνα πρόσωπα. Μπορώ εν προκειμένω να πω με υπερηφάνεια ότι εξαίρεση αποτελούν εκείνα ακριβώς τα κράτη που παρουσιάζονται σήμερα ως σύμμαχοι: η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία.


Αλλά κανείς δε μπορεί ν' αμφισβητήσει ότι ήδη πριν από το 1914 ο Τσώρτσιλ ήταν ένας εκ των πλέον ταπεινών υποκινητών του πολέμου εκείνης της εποχής, ότι ο κύριος Ρούζβελτ ήταν τότε το τσιράκι του Προέδρου Ουίλσον, ότι οι σημερινοί άνθρωποι του καπιταλισμού  έριξαν και τότε το βάρος της επιρροής τους στην πλάστιγγα υπέρ του πολέμου, ενώ αντιθέτως, κανείς δε μπορεί ν' αμφισβητήσει ότι εμείς υπήρξαμε απολύτως ανεύθυνοι για τον τότε πόλεμο.


Ήμασταν όλοι απλοί στρατιώτες, ακριβώς όπως βρίσκεστε τώρα εσείς μπροστά μου, αγαπητοί μου τραυματίες, άγνωστοι, ανώνυμοι, εσείς που σας κάλεσε απλώς το καθήκον και τίποτα περισσότερο. Ήμασταν, δηλαδή, άνδρες οι οποίοι τότε απλώς εξετέλεσαν το καθήκον τους με όσο πιο ευσυνείδητα μπορούσαν. 


Οι ίδιες κινητήριες δυνάμεις, οι οποίες υπήρξαν αφορμή για τον πρώτο, είναι υπεύθυνες και για τον δεύτερο αυτόν παγκόσμιο πόλεμο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονίσω το εξής: Η Γερμανία της εποχής εκείνης ήταν μοναρχία, δεν ήταν εθνικοσοσιαλιστική δικτατορία. Η Γερμανία της εποχής εκείνης ήταν δημοκρατική, συνεπώς δεν ήταν Εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος. Ήταν κοινοβουλευτική, δεν ήταν δηλαδή αυτό που είναι σήμερα η Γερμανία, για να μην αναφέρουμε τις υπόλοιπες διαφορές.




Η «ανεπιθύμητη» μορφή του πολιτεύματος

Πρέπει συνεπώς να υπάρχουν αίτια, άσχετα με τη  μορφή του πολιτεύματος, τα οποία ώθησαν και τότε όπως και σήμερα στην εναντίον μας επίθεση, μολονότι οι εχθροί μας ισχυρίζονται ότι αφορμή και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε η μορφή του πολιτεύματος.

Πράγματι, εμείς οι Γερμανοί δε μπορούμε καν να φανταστούμε ότι, εάν κάποιος λαός αιφνιδίως προσχωρήσει σε μια νέα πολιτειακή μορφή, θα πρέπει εμείς να δηλώσουμε ότι οφείλουμε να κηρύξουμε εναντίον του τον πόλεμο, αποκλειστικώς και μόνο επειδή η συγκεκριμένη πολιτειακή μορφή μάς είναι ανεπιθύμητη. Αυτό είναι κάτι που δεν το κατανοούμε, και φυσικά ούτε και οι άλλοι το λένε σοβαρά. Και δεν μπήκαν στον πόλεμο επειδή η πολιτειακή μορφή τους προκάλεσε καθ' οιονδήποτε τρόπο. Όχι! Αντιθέτως, είναι ικανοί ν'  αγκαλιάσουν στην ανάγκη και την πιο χυδαία μορφή πολιτεύματος και να συναδελφώνονται μαζί της. Όχι, χίλιες φορές όχι! Δεν πρόκειται περί αυτού. Δεν είναι η μορφή του πολιτεύματος, αλλά άλλοι λόγοι, οι οποίοι τους είχαν ήδη το 1914 ωθήσει σε πόλεμο εναντίον του Γερμανικού Ράιχ.


Η Αγγλία εναντίον της ηπείρου

Η Αγγλία ήταν τότε ο κύριος υποκινητής εναντίον της Γερμανίας. Η Αγγλία εκείνη, η οποία κατά τη διάρκεια 300 ετών καθυπέταξε, διά της βίας και μόνον, μετά από πολυάριθμους αιματηρούς πολέμους, το ένα τέταρτο περίπου της όλης επιφανείας της γης. Γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν έφτασαν μια μέρα Ινδοί ηγεμόνες, ή ινδικές φυλές ή αντιπροσωπείες τους στο Λονδίνο με την παράκληση: «Άγγλοι, ελάτε στην Ινδία και κυβερνήστε μας», αλλά οι Άγγλοι είναι που πήγαν στην Ινδία και μάλιστα παρ' όλο που οι Ινδοί δεν τους ήθελαν καθόλου. Πήγαν εκεί δια της βίας και δεν ήταν δυνατόν να εκδιωχθούν πλέον. Μόνο δια της βίας καθυπέταξαν την τεράστια αυτή περιοχή, με τα 380 περίπου εκατομμύρια των ανθρώπων της, και την κράτησαν υπό τον ζυγό τους. Μόνο δια της βίας κατέστησαν τα κράτη, το ένα μετά το άλλο, φόρου και τόκων υποτελή τους.


Πίσω απ' όλα αυτά βρίσκεται φυσικά μια άλλη δύναμη, που εμείς την γνωρίζουμε καλά, η δύναμη εκείνη, η οποία οσφραίνεται επιχειρήσεις παντού όπου υπάρχει ανησυχία: ο διεθνής εβραϊσμός.


Έτσι η Αγγλία, μόλις μέσα σε λίγους αώνες, κυρίευσε τον κόσμο και για να εξασφαλίσει την κατάκτησή της αυτή και την καταδυνάστευση των λαών, προσπάθησε να διατηρήσει τη λεγόμενη «ισορροπία δυνάμεων» στην Ευρώπη. Αυτό που με άλλα λόγια επεδίωξε ήταν κανένα ευρωπαϊκό κράτος να μην μπορέσει να υπερβεί ένα ορισμένο όριο δύναμης, προφανώς για να μην φτάσει ν' αναλάβει πρωτεύοντα ρόλο στην Ευρώπη. Εκείνο που ήθελαν οι Άγγλοι ήταν η κατατετμημένη και ουσιαστικά διαλυμένη Ευρώπη· μια Ευρώπη της οποίας οι δυνάμεις θα κρατούνται αιωνίως δέσμιες. Για να πετύχει τον σκοπό αυτόν, η Αγγλία διεξήγαγε εναντίον της Ευρώπης τον έναν πόλεμο μετά τον άλλον.


Κατ' αρχάς, θεώρησε ότι απειλείτο η κυριαρχία της από την Ισπανία. Αφού τελικά νίκησε την Ισπανία, έστρεψε την προσοχή της προς τις Κάτω Χώρες. Και όταν, ακολούθως, αντελήφθη ότι η Ολλανδία δεν αποτελούσε πλέον κανέναν κίνδυνο, το βρετανικό μίσος συγκεντρώθηκε εναντίον της Γαλλίας. Και όταν η  Γαλλία συνετρίβη, με τη βοήθεια σχεδόν όλης της Ευρώπης, οι Άγγλοι είδαν στη Γερμανία τον παράγοντα εκείνο, που θα μπορούσε ίσως να ενώσει την Ευρώπη. Τότε, λοιπόν, άρχισε ο αγώνας εναντίον της Γερμανίας, φυσικά όχι από αγάπη για τους άλλους λαούς, αλλά προς εξυπηρέτηση των δικών τους εγωιστικών συμφερόντων. Πίσω τους στεκόταν ο αιώνιος εβραϊσμός, ο οποίος γνωρίζει να επωφελείται και να κερδίζει από κάθε διαμάχη μεταξύ των λαών.


Όταν το 1914 για πρώτη φορά κατέστη δυνατόν να σχηματιστεί ο πρώτος παγκόσμιος συνασπισμός εναντίον του τότε Γερμανικού Ράιχ, προέβαλαν μερικά προσχήματα ως αιτιολογίες. Έλεγαν τότε: «Η Γερμανία πρέπει να ελευθερωθεί πρώτα από τον Κάιζερ της». Φυσικά, αυτό δεν αφορούσε τους Άγγλους, αλλά ήταν μια εσωτερική υπόθεση του γερμανικού έθνους. Αλλά οι Άγγλοι σκοτίζονται πάντα για τους άλλους λαούς και έτσι ήθελαν να ελευθερώσουν τη Γερμανία από τον Κάιζέρ της. Έλεγαν, ακόμη, ότι ο μιλιταρισμός ήταν εκείνος που έχει καταπίεζε τον γερμανικό λαό δυστυχή και τον είχε κάνει δυστυχισμένο. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι οι Άγγλοι είναι πάντοτε εναντίον των καταπιέσεων και  εναντίον της δυστυχίας που βαραίνει τους ώμους των λαών… Διαβεβαίωναν, τέλος, ότι: «Πρέπει να δοθεί ένα τέλος στον πόλεμο. Πόλεμος λοιπόν εναντίον του πολέμου!»


Μια θαυμάσια, δελεαστική, εξαίσια προοπτική! Εάν τη χρησιμοποιούσαν αναδρομικώς, δηλαδή αν έλεγαν «εμείς οι Άγγλοι παραδεχόμαστε ότι ο πόλεμος είναι μια αδικία, γιατί σ' αυτόν αποφασίζει μόνον η κτηνώδης βία και γι' αυτόν τον λόγο θέλουμε να απομακρύνουμε δια παντός τη βία και να ακυρώσουμε ό,τι έχει δημιουργηθεί διά της βίας», αυτό θα ήταν φυσικά μια δυσκολότατη απαρχή, γιατί ολόκληρος ο κόσμος δημιουργήθηκε ως εδώ σύμφωνα με την αρχή του δικαίου του ισχυρότερου. 


Πάντως, θα ήταν θαυμάσιο αν η Αγγλία αποστρεφόμενη τον πόλεμο, έδινε πρώτη αυτή το παράδειγμα στον κόσμο και δεν επωφελούταν των αποτελεσμάτων των πολέμων της και τα έθετε πάλι στη διάθεση των συγχρόνων της εθνών. Εάν η Αγγλία ήθελε να το πράξει αυτό και δήλωνε ότι «εμείς απεχθανόμαστε τον πόλεμο και εγκαταλείπουμε την Ινδία, που την αποκτήσαμε με πόλεμο, και εγκαταλείπουμε την Αίγυπτο, γιατί και την Αίγυπτο την καθυποτάξαμε μόνο διά της βίας, παραιτούμαστε λοιπόν για τον λόγο αυτό από ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, την οποίαν καταλάβαμε επίσης βίαια», αυτό βεβαίως θα ήταν μια θαυμάσια χειρονομία για να κηρύξει κανείς με αυτόν τον τρόπο τον πόλεμο στον πόλεμο!
 


«Πόλεμος κατά του πολέμου!»

Αλλά με το σύνθημα «πόλεμος κατά του πολέμου», οι Άγγλοι εννοούν κάτι άλλο: την παρεμπόδιση κάθε δυνατότητας ν' αποκατασταθεί κάποτε η αδικία που γίνεται στον κόσμο. Με αυτό το σύνθημα εννοούν να καταστήσουν τους ισχυρούς ισχυρότερους και τους ασθενείς ασθενέστερους. Είναι περίπου το ίδιο με αυτό που συμβαίνει και στην εσωτερική πολιτική των εθνών.  Μερικοί αστοί λένε: «Δεν θέλουμε καμιά μεταβολή της κοινωνικής τάξεως. Όποιος είναι πλούσιος, ας μείνει πλούσιος. Και όποιος είναι φτωχός, ας μείνει φτωχός. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, έτσι τα θελήσαμε και όπως τα θελήσαμε, έτσι και πρέπει να μείνουν. Και ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να εξεγερθεί εναντίον εκείνου που εμείς θελήσαμε, γιατί αυτό είναι δεδομένο».


Γνωρίζετε, συμπατριώτες μου, την άποψη που εμείς αντιτάσσουμε, την εθνικοσοσιαλιστική άποψη. Εμείς, βλέπουμε σε κάθε κατάσταση και σε κάθε περίοδο της παγκοσμίου ιστορίας τα αποτελέσματα μιας αδιάκοπης εξελικτικής λειτουργίας της ζωής, και μας είναι αδύνατον να πούμε ότι σε μια ορισμένη στιγμή «τώρα θα σταματήσει αυτή η εξέλιξη». Είναι φυσικός νόμος της εξέλιξης όλων των πραγμάτων ότι οποιαδήποτε στείρωση της εξελικτικής λειτουργίας της ζωής οδηγεί μοιραία στον θάνατο.


Έγκειται στη φύση των πραγμάτων να εξυψώνεται και να διακρίνεται ο πιο ικανός. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει στην εσωτερική ζωή των εθνών να αφήνεται στον ικανότερο ο δρόμος εντελώς ελεύθερος και να μην περιορίζεται από κοινωνικούς κανόνες. Πρέπει να καταβληθεί φροντίδα, ώστε από κάτω προς τα πάνω να ρέει ποταμός υγιούς αίματος και ό,τι στα πάνω είναι σάπιο και πρέπει να πεθάνει, διότι είναι ώριμο για θάνατο, να πεθάνει πραγματικά.


Το σύνθημα «πόλεμος εναντίον του πολέμου» ήταν, κατά συνέπεια, μια εντελώς ψευδής φράση. Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι τη στιγμή κατά την οποία έληγε ο πόλεμος, δεν κατέστη δυνατόν να εξαλειφθούν οι προϋποθέσεις που θα οδηγούσαν σε νέο, αλλά ούτε και τα μέσα για την διεξαγωγή νέων πολέμων. Θα ήταν μια θαυμάσια χειρονομία, εάν μετά τον αφοπλισμό της Γερμανίας, αφοπλίζονταν –όπως εγγυώντο οι συνθήκες– και η Αμερική, η Αγγλία και η Γαλλία. Τους το υποδείξαμε πολλές φορές. Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης παρακαλέσαμε και αργότερα απαιτήσαμε να το κάνουν. Αλλά αυτοί ούτε  καν το σκέφτηκαν. Αντιθέτως, οι πόλεμοι συνεχίζονταν και μόνο στον μοναδικό ηττημένο, στον γερμανικό λαό, απαγορεύτηκε να προσπαθήσει να μεταβάλει προς  το ευνοϊκότερο την ύπαρξή του στον κόσμο.


Οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν όμοιες με τις σημερινές.  Αρχικά αγώνας απ' έξω, με τη δημιουργία συνασπισμών. Πρέπει κανείς να έχει την αναισχυντία του Τσώρτσιλ για να πει σήμερα: «Η Αγγλία ποτέ δεν υπήρξε ικανή να διεξαγάγει πόλεμο κατά της Ιταλίας ή της Γερμανίας μόνο με τις δικές της δυνάμεις». Αυτός ο ίδιος ο Τσώρτσιλ συνεπώς ομολογεί ότι θα ήταν ανίκανος να πολεμήσει μόνος. Αλλ' αυτός ο ίδιος επί σειρά ετών έδινε, μέσω του προκατόχου του, υποσχέσεις εγγυήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο. Έτρεχαν δεξιά και αριστερά και διαβεβαίωναν όλα τα κράτη του κόσμου: «Η Μεγάλη Βρετανία, με όλες της τις δυνάμεις, θα βρίσκεται στο πλευρό σας και θα σας προστατεύει». Και σήμερα, ο ίδιος αυτός αρχιψεύτης λέει: «Δεν είμαστε διόλου σε θέση να διεξαγάγουμε μόνοι τον πόλεμο». Και αυτό είναι αληθές! Δεν ήταν σε θέση να διεξαγάγουν και τον παγκόσμιο πόλεμο μόνοι τους. ΓΙ' αυτό και σκαρφίστηκαν ένα συνασπισμό παγκοσμίου ευρύτητας.


Μετήλθαν τις ίδιες μεθόδους: Υποσχέσεις προς όλους τους μωρόπιστους, τους εύπιστους ή τους ηλίθιους, οι οποίοι θέλησαν να πέσουν στην παγίδα και πράγματι έπεσαν σ' αυτήν. Κατά τα λοιπά, έγινε προσπάθεια να χυθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ξένο αίμα για τα αγγλικά συμφέροντα.

Έτσι, η Βρετανική Αυτοκρατορία, κατά την πορεία των τετρακοσίων ετών της δημιουργίας της, δεν έχασε παρά μόνο το δέκα τοις εκατό του αίματος που η Γερμανία αναγκάστηκε να χύσει σε πολέμους για να υπερασπιστεί, μόνη της, την ύπαρξή της. Αλλά παρ' όλ' αυτά μείναμε πάντα μικρότεροι και φτωχότεροι.


Ότι έτσι είχαν τότε τα πράγματα πρέπει να αποδοθεί στις εσωτερικές μας διαιρέσεις. Την εποχή που η Βρετανική Αυτοκρατορία ιδρυόταν, η Γερμανία περιερχόταν σε αδυναμία με δική της υπαιτιότητα. Κυριαρχούσαν τότε ιδέες, τις οποίες εμείς σήμερα δεν κατανοούμε, ιδέες θρησκευτικής φύσεως, οι οποίες δυστυχώς επιβλήθηκαν με τα όπλα, ιδέες οι οποίες αποδείχθηκαν τερατώδεις στις συνέπειές τους, παρ’ όλο που ως προς το περιεχόμενό τους εμφανίζονται σε εμάς σήμερα ως άνευ σπουδαιότητας. Ακριβώς οι τρομερές αυτές εσωτερικές θρησκευτικές διαμάχες, οι οποίες στοίχησαν στον γερμανικό λαό άφθονο αίμα, έδωσαν την ίδια εποχή στην Αγγλία τη δυνατότητα να προβάλει αξιώσεις κυριαρχίας του κόσμου, αξιώσεις για τις οποίες δεν ήταν άξια ούτε λόγω του αριθμού του πληθυσμού της, ούτε λόγω της σπουδαιότητάς της. Διότι, πρέπει διαρκώς να το τονίζω, δεν είμαστε εμείς οι Γερμανοί οι νεόπλουτοι. Αν θέλει κανείς να μιλήσει για νεόπλουτους, τότε μάλλον για τους  Άγγλους πρέπει να μιλήσει και όχι για εμάς. Εμείς έχουμε ιστορία παλαιότερη από τη δική τους. Την εποχή που η Ευρώπη γνώριζε ένα τεράστιο καϊζερικό Ράιχ, η Αγγλία ήταν μία εντελώς ασήμαντη πράσινη νήσος.


1918: Μια χυδαία ανταρσία

Κατά τον προηγούμενο παγκόσμιο πόλεμο, είδαν τη δυνατότητα μιας τέτοιας διαιρέσεως από μία άλλη οπτική γωνία. Εφόσον πλέον τα θρησκευτικά ζητήματα δεν  ήταν ικανά να οδηγήσουν σε αιματοχυσίες –ακόμη και οι ίδιοι οι ιερείς δεν ήταν πλέον πρόθυμοι να θυσιαστούν για τις ιδέες αυτές– , και αφού διαπίστωσαν ότι ο γερμανικός λαός ήταν αδύνατον να εμπλακεί σε ένα νέο εμφύλιο πόλεμο, ανακάλυψαν μάα νέα δυνατότητα: τις κομματικές διαμάχες.



Τις ζήσαμε τότε τις διαμάχες αυτές: Κόμματα της δεξιάς και της αριστεράς, και αυτά διαιρεμένα σε άλλα μικρότερα, μισή δωδεκάδα αστικές και μισή δωδεκάδα προλεταριακές μερίδες. Και μέσω των κομμάτων αυτών, από το Αστικό και το Κεντρώο μέχρι το Κομμουνιστικό Γερμανικό Κόμμα, κατόρθωσαν να υποσκάψουν και να αποσυνθέσουν βαθμιαία το εσωτερικό μέτωπο του γερμανικού λαού. Κι όμως, η πορεία του πολέμου υπήρξε ένδοξη. Τα έτη 1914-1918  αποδεικνύουν ότι δεν νίκησε ο εχθρός. Αυτό που οδήγησε τη Γερμανία στην καταστροφή ήταν μια χυδαία ανταρσία, υποκινούμενη από μαρξιστές, από οπαδούς του κέντρου, από φιλελεύθερους και καπιταλιστές. Και πίσω απ' αυτούς, ως κινητήριος δύναμη, ο αιώνιος εβραίος.



Σήμερα, γνωρίζουμε από δηλώσεις των ίδιων των Άγγλων, ότι το 1918 είχαν φτάσει στο έσχατο όριο της αντοχής τους και ότι βρίσκονταν στο χείλος της κατάρρευσής τους, όταν ακριβώς «στο παρά πέντε» πέτυχαν την ποθητή γι’ αυτούς ανταρσία στη Γερμανία. Σ' αυτή προστέθηκε η δειλία της τότε κυβέρνησης, η αναποφασιστικότητά της, τα ημίμετρα και η έλλειψη της ίδιας της ασφάλειας. Και μόνο έτσι κατέστη δυνατόν να χάσουμε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι λόγω της αξίας των αντιπάλων μας, αλλά αποκλειστικώς με δική μας υπαιτιότητα.

Οι συνέπειες της κατάρρευσης του Νοεμβρίου 1918 δεν ήταν βέβαια η υποδοχή της Γερμανίας στις ανοιχτές αγκάλες της παγκόσμιας Δημοκρατίας, δεν ήταν οι φροντίδες των άλλων για την απελευθέρωση του γερμανικού λαού από τα βάρη του, δεν ήταν η ανύψωση του γερμανικού λαού σε ένα ανώτερο επίπεδο πολιτισμού. Αυτό δεν μπορούσαν να το πράξουν, γιατί οι ίδιοι βρίσκονταν σε χαμηλότερο πολιτισμικό επίπεδο. Μοναδική συνέπεια υπήρξε η φοβερότερη κατάρρευση πολιτικής και οικονομικής μορφής, που γνώρισε ποτέ λαός.

Τότε μας ήρθε ένας άνθρωπος που προξένησε στον γερμανικό λαό ανυπολόγιστη ζημία: Ο Γούντροου Ουίλσον· ο άνθρωπος ο οποίος ψευδόταν ασύστολα όταν έλεγε ότι αν η Γερμανία κατέθετε τα όπλα θα κέρδιζε μια ειρήνη συνδιαλλαγής και συνεννοήσεως, ότι δεν θα έχανε τις αποικίες της, και ότι αργότερα θα επιχειρείτο μόνο ένας δίκαιος διακανονισμός των αποικιακών προβλημάτων· ο άνθρωπος ο οποίος ψευδόταν όταν έλεγε ότι συνέπεια θα ήταν μια γενική συνεννόηση και ότι θα γινόμασταν δεκτοί ως ισότιμοι σε μια κοινωνία όλων των λαών. Ψευδόταν ακόμη όταν έλεγε ότι θα εξέλειπε η μυστική διπλωματία και ότι τέλος ένας νέος αιώνας ειρήνης, ισότητας,  λογικής κ.λπ.. θα αποκαθιστούσε την ειρήνη στον κόσμο. Το τσιράκι του υποκριτή αυτού ήταν ο σημερινός Πρόεδρος Ρούζβελτ. Ήταν το δεξί του χέρι.  Και όμως τον άνθρωπο αυτόν τον είχε εμπιστευθεί τότε ο γερμανικός λαός.
   

Συνέχεια στο Β μέρος


RV

30 Ιανουαρίου 1942 ομιλία Αδόλφου Χίτλερ στο Sportpalast του Βερολίνου - Μέρος Β




Μέρος Β


Ιδεαλισμός άνευ ορίων
Δεν είχαν καμία γνώση ότι επί του προκειμένου επρόκειτο περί ενός Αμερικανού Προέδρου, δηλαδή  περί ενός ανδρός που δεν είναι υποχρεωμένος να λέει την αλήθεια και ο οποίος προ μιας εκλογής μπορεί να πει ήσυχα «εγώ είμαι εναντίον του πολέμου», και μετά την εκλογή του θεωρεί ότι του επιτρέπεται να πει «εγώ είμαι υπέρ του πολέμου». Και ο οποίος, όταν αναγκάζεται να απολογηθεί, μπορεί επίσης να πει ανενόχλητος: «Ναι, αυτό το είπα βεβαίως νωρίτερα, γιατί πίστευα ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες θα υπήρχαν αρκετοί βλάκες που θα το εξελάμβαναν ως αληθές». Ο γερμανικός λαός όμως δεν γνώριζε ακόμη ότι στην περίπτωση αυτή επρόκειτο περί ενός παραλυτικού, περί ενός παράφρονος, ο οποίος κυβερνούσε τότε τον λαό των Ηνωμένων Πολιτειών, ένα λαό με τον οποίον ποτέ πριν στην ιστορία του ο γερμανικός λαός δεν είχε έλθει σε σύρραξη.

Έτσι ήρθε η ώρα της σκληρής εκείνης απογοήτευσης, που άρχισε από τη στιγμή που οι Γερμανοί Αντιπρόσωποι, μπαίνοντας στο όχημα υποδοχής στο δάσος της Κομπιέν, ρωτήθηκαν με απότομο τρόπο: «Τί ζητούν οι κύριοι εδώ;» Ακολούθησε μια ανακωχή, η οποία στην πραγματικότητα σήμαινε ολοκληρωτική αδυναμία για άμυνα. Και το αποτέλεσμα της «ανακωχής» αυτής ήταν η συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε, ο πλήρης αφοπλισμός του λαού μας, η αποστέρηση παντός δικαίου και η λεηλασία και εκμετάλλευση από μια διεθνή δημοσιονομική οικονομία, η οποία έριξε τον λαό μας σε βαθύτατη δυστυχία.

Πιο πριν είχαν δηλώσει: «Όποιος ισχυρίζεται ότι έχουμε την πρόθεση ν' αποσπάσουμε τις αποικίες της Γερμανίας ψεύδεται». Μας τις πήραν! Είπαν: «Όποιος ισχυρίζεται ότι προτιθέμεθα να αποσπάσουμε από τη Γερμανία τον εμπορικό της στόλο δεν λέει την αλήθεια». Μας τον πήραν! Πριν έλεγαν: «Εκείνος που ισχυρίζεται ότι θέλουμε ν' αποσπάσουμε εδάφη από τον γερμανικό λαό, αυτός υποκινεί τον λαό». Αργότερα μας απέσπασαν τη μία περιοχή μετά την άλλη! Παραβίασαν όλες τις υποσχέσεις τους! Μέσα σε λίγους μήνες, ο γερμανικός λαός βυθίστηκε σε μια απίστευτη άβυσσο απεγνωσμένης ατολμίας. Καμιά ελπίδα δεν υπήρχε σε οποιαδήποτε γωνιά της γερμανικής γης. Ο γερμανικός ήταν ένας πεινασμένος λαός, στον οποίο δεν αποδόθηκαν οι αιχμάλωτοι πολέμου ούτε όταν είχε πλέον υπογράψει την ανακωχή και την ειρήνη. Ένας λαός στο οποίο δεν έδωσαν καν τρόφιμα, όταν είχε πλέον αφοπλιστεί. Ένας λαός τον οποίο συνεχώς εξεβίαζαν και τον οποίο, με συνεχείς νέες πιέσεις και απαιτήσεις, τον υποχρέωναν να υποταχθεί ακόμη  περισσότερο.

Όταν τα αναλογίζεται κανείς αυτά σήμερα, νιώθει να κυριεύεται και τώρα ακόμη από άγρια οργή και μίσος εναντίον ενός κόσμου στον οποίο είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα.

Κατά την εποχή αυτή, συμπατριώτες μου, όταν τα πάντα είχαν καταστραφεί, όταν ο ανώτατος άρχοντας του Ράιχ είχε δραπετεύσει στο εξωτερικό, όταν οι άλλοι είχαν συνθηκολογήσει, όταν ο στρατός αναγκάστηκε να παραδώσει τα όπλα του και ο λαός αφοπλίστηκε εθελουσίως, την εποχή κατά την οποία ακόμη και  Γερμανοί στο εσωτερικό μαίνονταν εναντίον της Γερμανίας κραυγάζοντας «πολύ σωστά χάσαμε τον πόλεμο», και που υπήρχαν υποκείμενα που δήλωναν «δεν είχαμε το δικαίωμα να κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο», την στιγμή που όποιος μιλούσε για τη Γερμανία κατασκοπευόταν, σε μια εποχή όπου η παραίτηση από το δικαίωμα να ζήσει κάποιος στον κόσμο ως Γερμανός εθεωρείτο συνετή πράξη, κατά την εποχή αυτή, συμπατριώτες μου, μπήκα στην πολιτική με την απόφαση να ανυψώσω την ταπεινωμένη και γερασμένη Γερμανία. Αυτή ήταν μια τόσο παράλογη απόφαση στα μάτια των πολλών, ώστε ακόμη και οι στενότεροι φίλοι μου δεν με καταλάβαιναν καθόλου.

Άντλησα δύναμη για την απόφαση αυτή, μόνο επειδή γνώριζα τον λαό μου. Αν γνώριζα μόνο τις δέκα χιλιάδες της υψηλής κοινωνίας, πιστέψτε με, συμπατριώτες μου, δε θα βρισκόμουν σήμερα μπροστά σας, δεν θα έβρισκα ποτέ  το θάρρος να οδηγήσω αυτόν τον λαό σε ένα καλύτερο μέλλον. Αλλά τότε γνώριζα κυρίως το μεγάλο πλήθος, ιδίως τους στρατιώτες συναδέλφους μου. Γνώριζα ότι οι άνδρες αυτοί είχαν παράσχει ανυπολόγιστες, πολύτιμες υπηρεσίες. Κυρίως γνώριζα πόσο πιστοί ήταν και ασφαλώς γνώριζα ότι, αν καθοδηγούνταν ορθά, ποτέ δεν θα πείθονταν να συνθηκολογήσουν. Δεν θα το έκαναν, ακριβώς για χάρη των συναδέλφων τους, γιατί ο καθένας τους θα έλεγε:

«Για αυτό που πολεμώ εγώ, έπεσαν ήδη τόσοι συνάδελφοί μου. Δεν έχω το δικαίωμα να τους εγκαταλείψω. Θα ήταν προδοσία εναντίον τους, ενώ αυτοί θυσίασαν τη ζωή τους! ».

Γνώριζα, από τη ζωή μου τότε, το μεγάλο πλήθος. Και το πλήθος αυτό όχι μόνο τροφοδότησε την πίστη μου προς τον γερμανικό λαό, αλλά κάθε φορά, όταν αργότερα προέκυπταν αντίξοες περιστάσεις ή προσέκρουα σε οποιεσδήποτε αποτυχίες κατά την  πραγματοποίηση του σχεδίου μου, μου ενέπνεε νέα πίστη.

Γνώριζα καλά ότι η εξέλιξη, όπως ακριβώς την είδαμε κατά τα τελευταία 20 ως 30 χρόνια πριν τον πόλεμο, ήταν μοιραίο να οδηγήσει στην κατάρρευση. Και έτσι έλαβα την απόφαση να αναλάβω εκ  βάθρων τον αγώνα κατά αυτής της εξέλιξης, και όχι απλώς να δηλώσω ότι θέλω η Γερμανία να έχει πάλι αμυντικές δυνάμεις, στρατό ή αεροπορία. Τουναντίον είχα πλήρη συνείδηση ότι έπρεπε ν' αλλάξει πρώτα απ’ όλα η εσωτερική συγκρότησή μας και να λάβει άλλη μορφή η κοινωνική τάξη μας, ότι έπρεπε ν' αφήσουμε να εισρεύσει αίμα στο απονεκρωμένο σώμα του λαού μας  από τα κάτω προς τα πάνω και ότι, για τον σκοπό αυτό, ήταν αναγκαίες σοβαρές επεμβάσεις στην κοινωνική τάξη.

Δεν θεώρησα ότι ήταν δυνατόν να προβώ στην επέμβαση αυτή αμέσως μετά την ανάληψη της αρχής, αλλά ήμουν βέβαιος ότι η δύναμη θα εξασφαλίζόταν κάποτε στο σώμα εκείνο, που θα είχε τη μορφή και την ουσία της νέας κατάστασης. Ήμουν δηλαδή αποφασισμένος, εξορμώντας με λίγους άνδρες, να δημιουργήσω μια κίνηση που θα προσπαθούσε να ενσωματώσει σε αυτήν εκείνο που αντιλαμβανόμουν ότι θα ήταν αργότερα  ουσιώδες και αναγκαίο για το σύνολο. Και αυτό ίσως δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο νόμιζαν μερικοί, εφόσον αποκρούστηκε ο κίνδυνος να παρεισφρήσουν στις τάξεις μας άνθρωποι ανάξιοι, ματαιόδοξοι ή ιδιοτελείς. Γιατί όποιος προσχώρησε τα έτη 1919 ως 1923 στο κίνημα αυτό, έπρεπε να είναι γνήσιος ιδεολόγος, κι ας έλεγαν όλοι οι άλλοι: «Αυτός είναι τελείως μωρός, αυτός θέλει να ιδρύσει ένα νέο κράτος, θέλει να δημιουργήσει έναν νέο στρατό, αυτός θέλει να κάνει τη Γερμανία πάλι ελεύθερη και όμως δεν έχει ούτε μεγάλο όνομα, ούτε κεφάλαιο, ούτε δικές του εφημερίδες, ούτε κόμμα, τίποτε απολύτως δεν έχει –με μια λέξη λοιπόν είναι τρελός!».

Εναντίον της ανοησίας και της οκνηρίας
Έπρεπε να ήταν γνήσιοι ιδεολόγοι εκείνοι που ήρθαν τότε προς εμένα, γιατί δεν είχαν τίποτα απολύτως να κερδίσουν, αλλά μόνο να χάσουν, μόνο θυσίες να προσφέρουν. Και για τους συναγωνιστές μου της εποχής εκείνης μπορώ να το πω αυτό: Πολλοί τα έχασαν όλα, μερικοί ακόμη και τη ζωή τους.

Ο γερμανικός δρόμος ανήκει στους Γερμανούς και όχι στους εβραίους. Τον δρόμο αυτόν τον κατέκτησα για τους Γερμανούς, όχι με την πονηρία των δειλών, αλλά με τη γενναιότητα των ριψοκίνδυνων εκείνων ανδρών, οι οποίοι συντάχθηκαν τότε δίπλα μου και ήταν έτοιμοι να ελευθερώσουν μαζί μου τους δρόμους από τους εχθρούς μας και τους αντιπάλους μας, και να φυτέψουν πάλι λίγο λίγο τα γερμανικά χρώματα στους γερμανικούς αυτούς δρόμους, στις γερμανικές αγορές, τα χωριά και τις πόλεις.

Άρχισα τον αγώνα αυτόν στρεφόμενος πρώτα εναντίον της ανοησίας, εναντίον της ανοησίας και της οκνηρίας των καλουμένων ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων μας. Τον άρχισα, στρεφόμενος εναντίον της δειλίας, η οποία εξαπλωνόταν παντού, και περιφέρονταν πάντα με το προσωπείο της εξυπνάδας και έλεγε ότι πρέπει κανείς να υποκύπτει, ότι πρέπει να έχει κανείς υπομονή ή ότι πρέπει, κατά την έκφραση του κυρίου Έρτσμπέργκερ, «να υπογράφουμε όλα όσα  μας παρουσιάζουν. Τότε θα μας συγχωρήσουν, και όλα θα είναι πάλι εντάξει». Αναγκαζόμουν τότε να παλεύω, τόσο μέσα σε μικρούς όσο και σε μεγάλους κύκλους, με την υπέρμετρη αυτή δειλία που προτιμούσε οτιδήποτε άλλο από του να συγκρατηθεί. Πόσες φορές δεν συνέβη να μου επιρρίψει ο αστικός αυτός κόσμος ευθύνη, λέγοντας: «Γιατί γυρνάτε στους δρόμους; Δεν βλέπετε ότι οι άλλοι δεν το θέλουν, ότι αυτό προκαλεί επεισόδια; Γιατί λοιπόν; Αποσυρθείτε, μείνετε ήσυχοι!»  Εμείς όμως δεν μείναμε ήσυχοι. Τουναντίον, κατήρτισα  τότε το πρόγραμμά μας.


Η λαϊκή κοινότητα προ εμποδίων
Και ήμουν τότε υποχρεωμένος να συνεχίζω τον αγώνα εναντίον τόσων ατομικών συμφερόντων. Ο αριστερός μού έλεγε: «Αυτό είναι εναντίον των συμφερόντων μου. Εγώ έχω ταξικό συμφέρον και το ταξικό αυτό συμφέρον με υποχρεώνει να παραμερίσω τον δεξιό!». Και ο δεξιός μού απαντούσε: «Κύριε, παραμείνετε μακριά από εμάς. Εμείς έχουμε τα παλαιά μας συμφέροντα κοινωνικής θέσεως». Αναγκαζόμουν λοιπόν να στρέφομαι εναντίον και των δύο παρατάξεων. Και, πάνω απ' όλα αυτά τα συμφέροντα, που φαίνονταν αγκυροβολημένα στην κοινωνική θέση ή τάξη, είχα να τοποθετήσω τα συμφέροντα του Λαού, της αδιαίρετης αυτής κοινότητας.

Όλα αυτά φαίνονται σήμερα αυτονόητα, οι παλαιοί όμως συναγωνιστές μου γνωρίζουν ότι δεν ήταν τόσο αυτονόητο να βάλει κανείς στα στενά κεφάλια των αριστερών και των δεξιών τη γνωστή αυτή αλήθεια. Άλλοι δεν ήθελαν να παραδεχθούν την ιδέα αυτή απλώς και μόνο από πείσμα: «Τι; Θα σπάσουμε το κεφάλι των άλλων να τη βάλουμε μέσα;» ήταν το σύνθημά τους. Και άλλοι δεν ήθελαν να την παραδεχθούν από ανοησία ή από πνευματική οκνηρία, γιατί έλεγαν: «Αυτό ως  τώρα ήταν έτσι. Γιατί πρέπει τώρα να το αλλάξουμε; Γενικά, δεν μπορείς να απαιτείς από μένα να πάω ξαφνικά μαζί με τους ανθρώπους του απλού λαού. Αυτό απλούστατα δεν μπορώ να το κάνω. Στο τέλος θα μου  ζητήσετε να καθίσω μαζί τους και μέσα στο τραμ. Όταν είναι κάτι σωστό, είμαι φυσικά και εγώ της ίδιας γνώμης: πρέπει να είμαστε ένας ενωμένος λαός αδελφών, αλλά κρατήστε τις αποστάσεις, κύριοί μου,  κρατήστε τις αποστάσεις. Όχι πολύ κοντά και προπαντός μόνο στις εκλογές μαζί. Ποτέ άλλοτε».

Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο εύκολο να προσελκύσει κανείς μέσα από τον λαό αυτόν τον ένα μετά τον άλλον. Και  πόσοι πάλι δε μ' εγκατέλειψαν αργότερα. Επειδή, συμπατριώτες μου, το ότι έρχονταν προς εμένα δεν σήμαινε ότι θα έμεναν στο πλευρό μου. Κάποιες φορές κατόρθωνα να κερδίσω με κάποιον τρόπο πενήντα ως εξήντα ανθρώπους, αλλά μετά από τρεις μήνες, από τους πενήντα ή εξήντα αυτούς, δεν παρέμεναν παρά έξι, επτά ή οκτώ μονάχα. Και τότε έπρεπε ν' αρχίσουμε πάλι από την αρχή. Αλλά τότε είχα κάνει έναν σχετικό υπολογισμό: Εάν κερδίσω μόνο 100 και απομείνουν μόνο 10, οι δε άλλοι 90 με εγκαταλείψουν, τότε, αν κερδίσω 1000, θα μου μείνουν οι 100, εάν κερδίσω 10.000 θα μου μείνουν οι 1000 και σταδιακά ο αριθμός εκείνων που θα μου έμεναν πιστοί θα γινόταν μεγαλύτερος. Και αν κάποιος με εγκαταλείψει για δεύτερη ή τρίτη φορά, ίσως ντραπεί να με εγκαταλείψει και για τέταρτη. Τότε θα μείνει ασφαλώς δίπλα μου. Έτσι θα κατορθώσω, με μεγάλη υπομονή, να συμπήξω μια νέα λαϊκή κοινότητα στο Γερμανικό Ράιχ. Οι άλλοι ας γελούν και ας ειρωνεύονται όσο θέλουν. Μου είναι αδιάφορο. Μπορούν να μας πολεμήσουν. Και αυτό μου είναι αδιάφορο. Τότε κι εμείς θα αμυνθούμε. Δεν θα απομακρυνθούμε από τον δρόμο, δεν θα εγκαταλείψουμε τις θέσεις μας, αλλά θα αγωνιστούμε μέχρι είτε να πέσουμε ηττημένοι είτε οι άλλοι να τραπούν σε φυγή και να μας αφήσουν τον δρόμο ελεύθερο.

Οι αρχές αυτές είναι σήμερα, για εμάς τους Εθνικοσοσιαλιστές, αυτονόητες, αλλά τότε ήταν τελείως νέες ιδέες και γνώσεις, οι οποίες από πολλούς ούτε κατανοούνταν ούτε θεωρούνταν αυτονόητες. 

Τότε προστέθηκε στα παραπάνω και κάτι άλλο: Η καταραμένη αγωγή με την οποία μεγάλωσε ο καθένας και από την οποία πίστευε ότι ήταν αδύνατον να απαλλαγεί. Και, εν γένει, ολόκληρο το πρόβλημα  της αγωγής, αυτά τα τσόφλια των αυγών, από τα οποία  απαλλάσσεται κανείς δυσκολότερα παρά από κάθε τι άλλο. Η ιδέα ότι είναι γαλαζοαίματος και συνεπώς δεν  μπορεί να συναναστρέφεται με τον λαό, για τον λόγο ότι κατάγεται από ιδιαίτερο κοινωνικό στρώμα και ότι ο άλλος δεν μπορεί πάλι να το πράξει γιατί προέρχεται από άλλο στρώμα. Ήταν αγώνας εναντίον παραδόσεων και φυσικά εναντίον των στοιχείων της αγωγής, τα  οποία εύκολα συγχεόταν με την αξία του ανθρώπου, γιατί έλεγαν: «Μα δεν μπορείτε να απαιτήσετε από  εμένα, τον μορφωμένο, να ανήκω σε μια τοπική ομάδα, της οποίας προΐσταται ένας εργάτης ή κάτι ανάλογο».

Αρχικά, κατάφερα να κάνω τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι το ηγείσθαι ουδεμία σχέση έχει με το αφηρημένο ειδέναι που αποκτούμε στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το ειδέναι διδάσκεται και μεταδίδεται, ο Θεός μόνο γνωρίζει μετά από πόσο χρόνο μελέτης. Το ηγείσθαι είναι έμφυτο και επιβάλλεται πάντοτε. Το να επιτύχουμε μεταξύ της φυσικής προδιαθέσεως του ηγείσθαι και του αναγκαίου ειδέναι κάποια εναρμόνιση, αυτό ήταν το μέγα πρόβλημα το οποίο επιλύθηκε. 

Το σημείο αυτό δεν είχε καθόλου κατανοηθεί την εποχή εκείνη. Ήταν αγώνας εναντίον όλων σχεδόν των  συνηθειών της μέχρι τότε ζωής, πέραν δε τούτου ήταν και αγώνας στρεφόμενος εναντίον συμφερόντων. Ο ένας έλεγε: «Καλά όλα αυτά, αλλά εάν ταχθώ στο πλευρό του, θα χάσω τη δουλειά μου». Και ο άλλος: «Θα με πετάξουν από τη θέση μου. Οι συνάδελφοί μου δεν θα το ανεχθούν». Πιστέψτε με, συμπατριώτες μου, τότε ήταν ηρωισμός να γίνει κάποιος εθνικοσοσιαλιστής σε ένα ορυχείο ή εργοστάσιο, αλλά επίσης ήταν σχεδόν ηρωισμός να γίνει εθνικοσοσιαλιστής σε ένα σαλόνι, λόγω του ότι οι μεν απειλούνταν σωματικώς, οι δε πνευματικώς. Και δεν γνωρίζω ποιο είναι το χειρότερο: μια σωματική απειλή ή μια πνευματική, η οποία, υπό ορισμένες συνθήκες, εκμηδενίζει ίσως τον άνθρωπο περισσότερο από μια σωματική κάκωση. Υπήρξαν ιδεολόγοι εκείνοι που προσήλθαν σε εμάς. Και, εν προκειμένω, επιθυμώ ακόμη να πω κάτι:

Ένας καλός Εθνικοσοσιαλιστής είναι ο καλύτερος στρατιώτης
O ήρωες αυτοί στην πραγματικότητα συνέχισαν τον πόλεμο του 1914-18. Αργότερα, συχνά παρουσιάστηκε σαν να ήταν οι στρατιώτες άλλο πράγμα και το κόμμα άλλο. Όχι, αυτοί υπήρξαν κάποτε οι στρατιώτες και μάλιστα οι καλύτεροι στρατιώτες! Εκείνοι δηλαδή οι αιώνιοι στρατιώτες, οι οποίοι δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να υπομείνουν την υποταγή, ακριβώς όπως έχω σήμερα την πεποίθηση ότι ένας πραγματικά καλός Εθνικοσοσιαλιστής θα είναι και στο μέλλον ο καλύτερος Στρατιώτης.

Μετά προστέθηκαν οι οργανωμένοι αντίπαλοι. Αυτοί ήταν αρχικά 46 ή 47 κόμματα. Αυτό κυμαινόταν αναλόγως του αν οι ποδηλάτες, ή οι μικροκηπουροί, ή οι μικρονοικοκυραίοι, ή οποιοιδήποτε άλλοι άνθρωποι είχαν συγκροτηθεί σε κόμμα. Πολύ συχνά, λοιπόν, έφθαναν σε αριθμό τα 46 κόμματα. Οργανωμένη εχθρότητα!

Και εδώ πάλι είχαμε να κάνουμε με τους γραμματείς των κομμάτων, τους λειτουργούς τους, που έβλεπαν φυσικά σε εμάς την καταστροφή ολόκληρης της  ύπαρξής τους. Διότι τι θα γινόταν επιτέλους ένας ολόκληρος κόσμος αστικών κομμάτων, αντιπροσωπευόμενος από τους συνδικαλιστές του, και τι θα γινόταν ο προλεταριακός κομματικός κόσμος, ο αντιπροσωπευόμενος από τους αρχηγούς των συνομοσπονδιών και από τους γραμματείς των κομμάτων; Εάν ξαφνικά ερχόταν κάποιος και έλεγε: «Όλος αυτός ο αγώνας είναι μια φανερή παραφροσύνη. Φιλονικείτε για κάτι που κανέναν δε θα ωφελήσει. Πρέπει να κατεβείτε από το βάθρο σας. Δε θα μπορέσετε να τα καταφέρετε επ’ άπειρον χωρίς ο ένας να βοηθά τον άλλον. Αφήστε λοιπόν τη φλυαρία και συνεννοηθείτε λογικότερα, αντί να εκμηδενίζεσθε αμοιβαία». Αυτό ήταν δυνατόν φυσικά να το πει κανείς σε ένα άτομο. Να λεχθεί όμως σε ένα γραμματέα κόμματος, θα έβαζε αμέσως τον άνθρωπο αυτό σε υποψίες. Οι υποψίες όμως θα τον οδηγούσαν στην επίγνωση ότι μέσω αυτού θα χανόταν ολόκληρη η ύπαρξή του. Εάν γίνει δεκτό ότι δεν πρέπει να διενεργούνται πολιτικοί αγώνες για λόγους θρησκευτικούς, τότε πού θα πάει ο ενδιαφερόμενος του Κέντρου, πού θα πάνε οι γραμματείς των συνομοσπονδιών και οι συνδικαλιστές; Και, προπαντός, πού θα πάνε οι αγαπητοί εβραίοι, οι οποίοι έχουν και στα δύο στρατόπεδά τους ενδιαφερόμενούς τους, που διευθύνουν τόσο τους καπιταλιστές όσο και τους αντικαπιταλιστές, και οι οποίοι σε μία οικογένεια είχαν δύο αδελφούς, έναν σε κάθε παράταξη;


Άθραυστη κοινότητα
Συμπατριώτες μου! Όταν άρχισα τότε τον αγώνα αυτό, είχα συνείδηση ότι επρόκειτο για έναν αγώνα εναντίον ενός ολόκληρου κόσμου. Το πόσο δύσκολος ήταν ο αγώνας αυτός μπορούν να το γνωρίζουν μόνοι οι  παλιοί μου συναγωνιστές.

Μπορώ να πω ότι για μένα από το έτος 1914 ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Εγώ συνέχισα τον αγώνα μόλις  μπόρεσα να μιλήσω και διέσχισα τη χώρα από τόπο σε τόπο, μίλησα επανειλημμένα, εργάστηκα, με μοναδική μου σκέψη πάντα να λυτρώσω το γερμανικό έθνος από τη διάλυση, να το αποσπάσω από τον λήθαργό του, να το ξυπνήσω από τον ύπνο του και να το συγκροτήσω πάλι σε μια ενσυνείδητη δύναμη.

Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών δεν βρήκα μόνο πολιτικούς συναγωνιστές, αλλά και αναρίθμητους ανθρώπους που μας βοήθησαν μόνο μέσω της εργασίας  τους. Άνδρες και γυναίκες που έδωσαν τη ζωή τους για το κόμμα, το οποίο ήταν γι’ αυτούς το παν. Οι άλλοι, για παράδειγμα οι κακομοιριασμένοι αστοί, καθόλου δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι σήμαινε ο Εθνικοσοσιαλισμός για τόσες οικογένειες, για τους ανθρώπους που ολόκληρη τη μέρα σκέπτονταν μόνο το  Κίνημα, οι οποίοι έδωσαν το πάν γι’  αυτό, οι οποίοι εργάζονταν γι’ αυτό και πρόσφεραν κάθε θυσία γι’ αυτό.  Σήμερα ολόκληρο το έθνος το γνωρίζει. Γιατί ό,τι αποτελείτο πριν από μικρές μόνο ομάδες, είναι σήμερα τα εκατομμύρια των Γερμανών συμπατριωτών, οι οποίοι σπεύδουν στα γραφεία συγκεντρώσεως ζεστών ενδυμάτων και δίνουν τώρα, ως μέλη της κοινότητάς μας, για τον στρατό μας, για τους στρατιώτες μας, τα τελευταία τους γουναρικά ή πουλόβερ.


Τα πάντα για τους στρατιώτες!
Την ευτυχία αυτή, που έχουν σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι, να μπορούν δηλαδή να υπηρετούν μια υπόθεση, να μπορούν να προσφέρουν θυσίες γι’ αυτή, την ευτυχία αυτή την είχαν τότε μόνο οι λίγοι εθνικοσοσιαλιστές του κινήματός μας. Το πόσο μεγάλη ήταν η ευτυχία τους, μπορούν να το κατανοήσουν μόνο αυτοί που σήμερα μπορούν να πουν για τον εαυτό τους: «Κάνω τα πάντα για τον λαό μου, τα πάντα για τους στρατιώτες μας, για να μπορέσουν ν' αντέξουν στον υπέρ όλων ημών αγώνα τους!».

Ακριβώς από την τότε μικρή κίνησή μας, δημιουργήθηκε η γερμανική λαϊκή κοινότητα. Ναι μεν με αργό ρυθμό, πάντως όμως δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς. Χρειαζόταν χρόνος. Αλλά δημιουργήθηκε. Ο αγώνας αυτός για την υπόθεση του λαού μας δεν διεξήχθη βέβαια χωρίς διακοπές, με μια δηλαδή αδιάσπαστη ανοδική πορεία. Ήλθαν και ημέρες φοβερής αμηχανίας, περίοδοι μεγάλων οπισθοδρομήσεων. Δεν έχω παρά να σας θυμίσω το έτος 1923. Αγωνίστηκα τότε. Στις περιοχές του Ρουρ βρίσκονταν οι εχθροί μας. Η Γερμανία είχε καταστραφεί από τον πληθωρισμό. Ολόκληρος ο γερμανικός λαός φαινόταν να περιέρχεται σε μια άνευ προηγουμένου εξαθλίωση. Μα πάνω από όλα, θριάμβευε ο εβραίος. Αποκόμιζε κέρδη από τη δική μας δυστυχία. Τότε προσπάθησα ως άνδρας να αναλάβω τα ηνία της  διοικήσεως, για να θέσω φραγμό σε όλα αυτά. Όμως, τη στιγμή που πίστευα ότι θα ανελάμβανα την Αρχή, η τύχη με έριξε κατά γης και, αντί να αναλάβω την Αρχή, πήγα στη φυλακή. 

Την εποχή ακριβώς εκείνη, η κίνησή μας έπρεπε να διατηρηθεί, όπως, άλλωστε, και εγώ ο ίδιος. Και τώρα μου επιτρέπεται να πω ότι τη στιγμή εκείνη, μόλις συνήλθα, πήρα πάλι νέο θάρρος και ανέκτησα την παλιά μου πίστη. Οι εχθροί μου έλεγαν: «Τώρα είναι νεκρός. Δεν πρέπει καθόλου να τον λαμβάνουμε υπ’ όψιν, ούτε καν να τον αναφέρουμε. Ο εθνικοσοσιαλισμός είναι μια τελειωμένη υπόθεση». Όμως, μετά από 13 μήνες, επανήλθα και άρχισα πάλι από την αρχή. Και πιστεύω ότι αυτό ήταν το πιο κρίσιμο γεγονός για το κόμμα μας.

Συνέχεια στο Γ Μέρος

RV